Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

6. Ο Μαρίνος




Γράφτηκαν & Ειπώθηκαν...


«Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά καταπλήσσει με την ευαίσθητη ματιά του και μας παρουσιάζει ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα. Μας δείχνει πως εκεί που νομίζουμε πως δεν μπορεί να πάει πιο πάνω, αυτός μπορεί και παραμπορεί! Εξαίσιο, καταπληκτικό, αριστούργημα!!»

— Περιοδικό: Κουλτούρα και Εσώρουχα


«Πρόκειται σαφώς για άλλον έναν μισογύνη γκέι συγγραφέα. Μιά ιστορία για την σχέση δύο αντρών –ντεμέκ φιλική– όπου οι γυναίκες περνάνε από τις ζωές τους εντελώς αναφορικά και με σαφώς υποβαθμισμένο ρόλο: Εραστές και τσουλάκια! Για να μην αναφέρουμε πως όλοι οι χαρακτήρες (δύο όλο κι’ όλο!), είναι ό,τι πιο κλισέ!! Αγαπητές αναγνώστριες, όχι μόνο δεν αξίζει, άλλα θα έπρεπε να κάψουν τον ανώμαλο συγγραφέα στην πλατεία σαν έναν από τα τελευταία μεγάλα φαλλοκρατικά γουρούνια!»

— Περιοδικό: Μαντάμ Φρικαρό


«Τί να μήν περιμένουμε πιά απ’ αυτόν τον απίστευτης υποστάθμης άνθρωπο, που αρέσκετε να υιοθετεί για τον εαυτό του τον τίτλο του συγγραφέα (κι’ ας το παίζει, δήθεν, σεμνός και ταπεινός);! Ένα κείμενο γεμάτο αναφορές σε προστυχιές, ναρκωτικά και διαρρήκτες. Ένα αναρχοαριστερίστικο κείμενο που προβάλει ως πρότυπα στα μικρά παιδιά, κομμουνιστές κι’ απόκληρους!... Ως πότε θα ανέχεται τιαύτου είδους σκουπίδια η ένδοξη κοινωνία μας, και θα τα βαφτίζει μάλιστα ως δήθεν... "έργα τέχνης";»

- Φιλλίμων Ευπατρίδης,
Βουλευτής ΛΑ.Ο.Σ (Λαϊκός Ορθόδοξος Σκοταδισμός)




Ο Μαρίνος




Ο Μαρίνος Βαρταλιάδης ήταν αυτό που λένε, ήσυχο ανθρωπάκι. Ήταν είκοσι εννέα ετών, μέτριου αναστήματος, λίγο πλαδαρός μα όχι παχουλός, με καστανά κοντά μαλλιά, και γενικότερα, συμπαθητικό παρουσιαστικό.

Από μικρό παιδί ήταν πολύ ήσυχος· επιμελής μαθητής με καλούς βαθμούς κι’ επαίνους. «Αυτό το παιδί θα πάει μπροστά», συνηθίζανε να λένε οι δάσκαλοι κι’ οι καθηγητές του. Πράγματι, δεν έπεσαν πολύ έξω στις προβλέψεις τους. Ο Μαρίνος, μετά από πέντε χρόνια σπουδών στα οικονομικά, βρήκε δουλειά σε μεγάλη τράπεζα ως ταμίας. Από τις επτά το πρωί ως τις τρεις το μεσημέρι, μετρούσε τα χρήματα άλλων ανθρώπων κι’ ανεχότανε τα παράπονα και τις βρισιές των πελατών σχετικά με τους τόκους, τις ουρές και γενικώς τα της τραπέζης προβλήματα.

Μετά την δουλειά έκανε το συνηθισμένο του πρόγραμμα: Μεσημεριανό φαγητό σε κοντινό εστιατόριο που είχε κάθε μέρα μία μικρή ποικιλία σπιτικών φαγητών, κατόπιν, αγορά εφημερίδας από το περίπτερο και τριαντάλεπτος περίπατος ως το σπίτι του.

Το διαμέρισμά του ήταν ένα ημιυπόγειο σε μιά πενταόροφη πολυκατοικία. Αποτελούνταν από ένα μικρό σχετικά σαλόνι, που χωρίζονταν από την κουζίνα με έναν πάγκο, ένα υπνοδωμάτιο με διπλό κρεβάτι και μία ντουλάπα για τα ρούχα, και τέλος, ένα μπάνιο με λεκάνη, νιπτήρα και ντουζιέρα. Γενικώς το σπίτι ήταν αρκετά περιποιημένο και καθαρό για έναν εργένη.

Πρώτη δουλειά όταν έφτανε εκεί, ήταν να βγάζει τα ρούχα της δουλειάς και να κυκλοφορεί είτε με τα εσώρουχα, όταν ήτανε καλοκαίρι κι’ είχε ζέστη, είτε με άνετες φόρμες τον χειμώνα, όταν είχε κρύο. Δεύτερη δουλειά να ταΐσει την Λούση, την γάτα που είχε εδώ και τέσσερα χρόνια· ενθύμιο από μιά αποτυχημένη σχέση και μιά ακόμη πιο αποτυχημένη βραχύβια συμβίωση με μία κοπέλα ονόματι Φιλιώ. Αφού γδυνότανε λοιπόν και τάιζε τη γάτα, συγύριζε λίγο το σπίτι και μετά καθότανε στον καναπέ όπου και διάβαζε την εφημερίδα του. Αγαπημένα τού θέματα ήταν η πολιτική, οι τέχνες και τα θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος· αγνοούσε επιδεικτικά τα αθλητικά και τα κοσμικά.

Μετά το διάβασμα, έτρωγε κάτι ελαφρύ· συνήθως σαλάτες, γιαουρτάκια, φρούτα και τέτοια. Εξ ου και η μικρή πλαδαρότητα· απόρροια έλλειψης σωματικής άσκησης κυρίως, κι’ όχι λόγο κακής διατροφής. Αφού έτρωγε το βραδινό του, άνοιγε την τηλεόραση όπου έβλεπε τις ειδήσεις σε πολλά κανάλια ταυτόχρονα, εναλλάσσοντάς τα ανάλογα με την θεματολογία που είχαν. Κατά τις εννιά, καθότανε πάλι στον καναπέ για να διαβάσει κάποιο βιβλίο –συνήθως αστυνομικά μυθιστορήματα–, άλλοτε με ησυχία, κι’ άλλοτε με απαλή μουσική υπόκρουση.

Στις δέκα και μίση έκλεινε τα φώτα και πήγαινε στο δωμάτιό του όπου τον έπαιρνε ο ύπνος πριν τις έντεκα, για να ξυπνήσει στις έξι πάρα είκοσι το άλλο πρωί και να πάει στην δουλειά. Αυτό ήτανε πάντα το εβδομαδιαίο πρόγραμμά του —χρόνια τώρα.

Φίλους, εξόν ενός που τον γνώριζε από την σχολή και που ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά, δεν είχε. Μοναδικές αποδράσεις του από την ρουτίνα της ζωής, οι επισκέψεις του μιά ή δυό φορές την εβδομάδα στον φίλο του, ή έξοδος στον κινηματογράφο για να παρακολουθήσει κάποια ταινία. Σπάνια ταξίδευε για κάπου ή έκανε κάποια άλλη δραστηριότητα, εξόν του να κάνει ψώνια για το σπίτι ή να αγοράσει βιβλία από το αγαπημένο του βιβλιοπωλείο.

Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο ήταν πάντα... μπλεγμένες. Ήταν ετερόφυλος —αυτό το είχε ξεκαθαρίσει μετά από έναν αποτυχημένο πειραματισμό με έναν γνωστό του στον στρατό. Του άρεζαν οι γυναίκες. Είχε όμως πρόβλημα στο να τις πλησιάσει. Κι’ όταν ακόμη συνέβαινε να πλησιάσει κάποια, συνήθως η συζήτηση τερμάτιζε άδοξα μετά από πέντε λεπτά, όταν αυτή καταλάβαινε πως ο Μαρίνος ήταν αυτό που είναι: ένα ευνουχισμένο παιδάκι σε αναζήτηση ανυστερόβουλης μητρικής αγάπης. Μετά δε και την τελευταία δίμηνη αποτυχημένη σχέση προ διετίας, ο Μαρίνος απλούστατα είχε εγκαταλείψει τον αγώνα. Πολλές φορές, μετά από μήνες αποχής του σεξ, σκεφτότανε να δοκιμάσει τις υπηρεσίες μίας επαγγελματίας, μα η ντροπαλοσύνη του τον ανάγκαζε να επιστρέφει πάντα στην κλασσική λύση του ενδοπαλάμιου αυτοερωτισμού.

Έτσι περνούσε η ζωή του Μαρίνου εδώ και χρόνια· σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Όχι νέες παρέες, όχι νέοι φίλοι, όχι γυναίκες κι’ έρωτες. Στην αρχή τον πείραζε αυτή η κατάσταση· είχε και ο ίδιος εντοπίσει μερικά έντονα σημάδια κατάθλιψης επάνω του, μα σύντομα τα ξεπέρασε (ή τα έκρυψε μάλλον κάτω από το χαλί του υποσυνείδητου, γιατί βαριόταν να πάρει το φαράσι). Συν τω χρόνω, ο Μαρίνος απλά συμβιβάστηκε με την ζωή του κι’ έμαθε να ζει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Ώσπου μία ημέρα...

Ο Μαρίνος είχε σχολάσει κανονικά, και αφού είχε φάει ένα πιάτο σπανακόρυζο με τυρί κι’ ελιές στο εστιατόριο, κι’ αφού προμηθεύτηκε την εφημερίδα του, έφτασε στο σπίτι του. Γδύθηκε, τάισε την γάτα, κι’ ύστερα έκατσε αναπαυτικά στον καναπέ του. Ήταν αρχές Ιουνίου· η ζέστη ήδη είχε γίνει έντονη, μα τα σχολεία λειτουργούσαν ακόμη κι’ η πόλη είχε κίνηση και ζωή.

Από το ανοιχτό παράθυρό του, που είχε πάντα την κουρτίνα κλειστή για να μην φαίνεται από τον δρόμο έτσι ημίγυμνος που τριγύρναγε μέσα στο σπίτι, έρχονταν οι ήχοι της πόλης: αυτοκίνητα και μηχανάκια να περνάνε με ταχύτητα τον δρόμο, πεζούς να περπατάνε, πιτσιρίκια να επιστρέφουν από τα φροντιστήρια στο σπίτι συζητώντας για τις διακοπές, τους ελέγχους, τα κινούμενα σχέδια και άλλα παιδίστικα θέματα. Ο ανεμιστήρας που είχε εμφανιστεί λόγο καλοκαιριού, γυρνούσε βγάζοντας έναν υπνωτικό βόμβο χαμηλής συχνότητας. Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, ο Μαρίνος αποκοιμήθηκε στον καναπέ με την εφημερίδα να γλιστράει αργά από τα γόνατά του κάτω στο πάτωμα.

Ξύπνησε από έναν ελαφρύ θόρυβο. Δεν ήξερε στην αρχή τί ήταν, αλλά ακούστηκε από την κουζίνα. Γύρισε απότομα το κεφάλι του για να κοιτάξει. Στύλωσε όλη την προσοχή του στο σημείο, μα δεν είδε τίποτα το ανησυχητικό. Ξαφνικά βλέπει την γάτα που καθότανε παραπέρα να κοιτάζει με βλέμμα της προσηλωμένο στην κουζίνα, πίσω από τον πάγκο όπου ο Μαρίνος δεν είχε ορατότητα.

«Τί ’ναι καλή μου;» ρώτησε απευθυνόμενος στην γάτα. «Τί κοιτάς έτσι βρε Λούση; Τί είδες; Κάνα ποντίκι μήπως;» Σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς την κουζίνα. Μόλις έστριψε τον πάγκο είδε ένα θέαμα που τον τρόμαξε πολύ.

Ένας άνδρας ήταν σκυμμένος και κρυβότανε πίσω από τον πάγκο. Με το που είδε τον Μαρίνο να τον κοιτάζει έκπληκτος με ανοιχτό το στόμα, άδραξε την ευκαιρία. Πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο με τα χέρια ορθάνοιχτα, τον γράπωσε από τον λαιμό και με δύναμη τον έσπρωξε και τον κόλλησε στον πίσω τοίχο.

«Τσιμουδιά ρε πούστη για’ θα σε γαμήσω!» του είπε άγρια, εμφανίζοντας ένα μεγάλο πιστόλι και κολλώντας το στον κρόταφο του Μαρίνου.

Ο Μαρίνος ένοιωσε μερικές σταγόνες κάτουρου να δραπετεύουν και να μουσκεύουν το βαμβακερό ύφασμα του σλίπ που φορούσε, μα κατάφερε να κρατηθεί και να μην κατουρηθεί επάνω του.

«Τί— τί θέλεις;» ψέλλισε κυριευμένος από τρόμο.
«Τί να θέλω ρε φιλάρα; Την αγάπη σου; Λεφτά θέλω ρε καριόλι! Έχεις λεφτά;!»
«Ε... έχω», είπε, και ξεροκάταπιε με δυσκολία λόγο του χεριού του αγνώστου που τον πίεζε με δύναμη στον λαιμό.
«Πού τά ’χεις ρε μαλάκα;»
«Εκεί —στο συρτάρι», απάντησε ο Μαρίνος, δείχνοντας με το χέρι του ένα κομοδίνο στο σαλόνι.

Ο νεαρός άνδρας με αστραπιαία ταχύτητα ελευθέρωσε τον λαιμό του Μαρίνου από την δυνατή αρπαγή του, και αφού τον γράπωσε από το λευκό αμάνικο φανελάκι του, τον έσυρε με δύναμη προς το κομοδίνο.

«Μην κάνεις καμιά μαλακία ρε καριόλι, σε γάμησα!» του είπε άγρια.

Ο Μαρίνος, χωρίς να τολμήσει να αντισταθεί, υπάκουσε την προσταγή του αγνώστου. Ο νεαρός άνοιξε το συρτάρι. Βρήκε ένα πορτοφόλι και δύο λογαριασμούς: έναν του ηλεκτρικού κι’ έναν του τηλεφώνου· με τα χρήματα μέσα στους φακέλους τους, έτοιμους προς εξόφληση.

Καθώς τα έκανε όλα αυτά, ο Μαρίνος βρήκε λίγα δευτερόλεπτα που τον επέτρεψαν να παρατηρήσει τον διαρρήκτη κάπως καλύτερα. Ήτανε γύρω στα είκοσι πέντε, με μαύρα, μακριά, λιγδωμένα μαλλιά, αξύριστος, ντυμένος με ένα φθαρμένο και σκισμένο τζιν παντελόνι, δερμάτινες μπότες, ένα λευκό, λερωμένο και ιδρωμένο φανελάκι κι’ ένα μαύρο, πέτσινο μπουφάν.

«Αυτά ’χεις μόνο;» ρώτησε ο νέος καθώς μετρούσε τα χρήματα που πήρε από τους φακέλους και το πορτοφόλι. Ο Μαρίνος ένευσε καταφατικά. «Μή μου λες ψέματα ρε πούστη μου γαμώ —γιά’ θα στην ανάψω!» γάβγισε ο νέος.
«Α— αλήθεια λέω... Αυτά είν’ ό,τι έχω. Δε λέω ψέματα!» είπε ο Μαρίνος, με τον φόβο να διαγράφεται στα καφεδιά του μάτια.

Ο διαρρήκτης τον κοίταξε κατάματα για λίγα δευτερόλεπτα. Τελικά, ελευθέρωσε τον Μαρίνο από τα δεσμά του με μιά σπρωξιά. Έριξε μιά γρήγορη ματιά τριγύρω στο σπίτι και τελικά γύρισε και είπε: «Οκέι, την κάνω τώρα... Μην βγάλεις τσιμουδιά όμως —στην άναψα! Γκέγκε;» Ο Μαρίνος ένευσε καταφατικά. Ο νέος γύρισε, και με επιδεξιότητα αιλουροειδούς, με ένα σάλτο πήδηξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο.

Ο Μαρίνος, αφού έμεινε κοκαλωμένος από τον φόβο του για μερικά δευτερόλεπτα, κατευθύνθηκε τελικά προς το παράθυρο και σηκωμένος στις μύτες των ποδιών του, έβγαλε το κεφάλι του και κοίταξε έξω στον δρόμο, κι’ από τις δυό μεριές. Ο διαρρήκτης ήταν άφαντος.

Μετά από δύο ώρες αποχώρισαν οι αστυνομικοί, που, αφού έκαναν τις κλασσικές ερωτήσεις και διερεύνησαν τον χώρο, είπαν πως θα τον ενημέρωναν για τις εξελίξεις. Τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν ο Μαρίνος, με δική του πρωτοβουλία, επικοινώνησε με το αστυνομικό τμήμα, ενημερώθηκε πως δεν υπήρχε κανένα νέο.

Τέλη Ιουλίου πλέον, κι’ ο Μαρίνος, όπως πάντα, περνούσε άλλο ένα νωχελικό απόγευμα στον καναπέ του σπιτιού του διαβάζοντας την εφημερίδα του. Ο ανεμιστήρας δυσκόλευε το έργο του, κουνώντας συνεχώς τα φύλλα, αναγκάζοντας τον να κρατάει με δύναμη τις άκρες της εφημερίδας. Την ώρα που διάβαζε με ενδιαφέρον για τις πολιτικές εξελίξεις στο Πακιστάν, ένας απότομος ήχος από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, τράβηξε την προσοχή του. Πριν καν προλάβει να αντιδράσει, μία γνώριμη φιγούρα πετάχτηκε πίσω από τις ημιδιαφανείς κουρτίνες.

«Εσύ;!» φώναξε χαμηλόφωνα ο Μαρίνος.
«Εγώ!» του είπε ο άνθρωπος, ο οποίος λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε εισβάλει στο σπίτι του. Στα χέρια του κρατούσε το ίδιο όπλο. «Δε σ’ αρέσει η επίσκεψή μου;» ρώτησε ειρωνικά.
«Για νά ’μαι ειλικρινής, όχι και τόσο... Μου στοιχίζει κάπως ακριβά ξέρεις...»
Ο νεαρός γέλασε. «Χα! Έχεις χιούμορ φιλαράκι. Λοιπόν; Θα με κεράσεις τίποτα, ή να εξυπηρετηθώ μόνος μου;»
Ο Μαρίνος κοίταξε μιά το όπλο και μιά το βλέμμα του νεαρού. «Σαν το σπίτι σου», του είπε τελικά. «Ξέρεις πού ’ναι».

Ο νεαρός προχώρησε προς το ίδιο κομοδίνο στο σαλόνι κι’ άνοιξε το πρώτο συρτάρι. Πήρε το πορτοφόλι και άρπαξε όσα χρήματα είχε μέσα. «Βλέπω, είναι παραπάνω από την προηγούμενη φορά», είπε.

«Ναι», απάντησε ο Μαρίνος, «Ο λογαριασμός του ηλεκτρικού και του νερού είναι τον άλλο μήνα βλέπεις». Ο νεαρός τον κοίταξε με βλέμμα απορίας, προσπαθώντας να καταλάβει αν του μιλούσε σοβαρά ή τον δούλευε.
«Πάρε», είπε στον Μαρίνο, πετώντας του ένα κατοστάρικο στο πάτωμα. «Εμένα μου φτάνουν αυτά», είπε, γραπώνοντας τα υπόλοιπα χαρτονομίσματα.

Με ένα σάλτο βγήκε από το διαμέρισμα· όπως είχε μπει. Ο Μαρίνος για άλλη μιά φορά, έτρεξε προς το παράθυρο, και σηκωμένος στις μύτες των ποδιών του προσπάθησε να εντοπίσει τον διαρρήκτη. Μάταιος κόπος· όπως την προηγούμενη φορά, είχε γίνει άφαντος.

Αυτή την φορά ο Μαρίνος δίστασε να πάρει την αστυνομία και να κάνει καταγγελία. Την προηγούμενη φορά, το μόνο που κατάφερε ήταν να αναστατώσει την πολυκατοικία. Να ακούσει παράπονα πως, με το ανοιχτό του παράθυρο διακινδύνευε την ασφάλεια ολόκληρης της πολυκατοικίας κι’ άλλα χαζά. Λες κι’ ο κλέφτης δεν μπορούσε απλά να μπει από την κύρια είσοδο της πιλοτής, που είναι χρόνια χαλασμένη, τους είπε πει τότε.

Μερικοί του συνέστησαν να βάλει κάγκελα στο παράθυρο, αλλά δεν του άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα. Αφ’ ενός, γιατί ένοιωθε που ένοιωθε άσχημα χωμένος στο ημιυπόγειο· βλέποντας μονάχα τα πόδια των περαστικών και τα λάστιχα των διερχόμενων αυτοκινήτων. Οι μπάρες θα τον έκαναν να νοιώθει σαν να ήταν στην φυλακή. Αφ’ ετέρου, γιατί τα χρήματα που του ζήτησε ο σιδεράς, όταν έκανε μία διερευνητική ερώτηση, ήταν υπερβολικά πολλά για την τσέπη του.

Μετά το σημερινό περιστατικό όμως, άρχισε να σκέφτεται την λύση με τα κάγκελα πιο σοβαρά. Ένοιωθε πως ήταν έρμαιο του κάθε κακοποιού που αναζητούσε θύματα. Και αν ο επόμενος δεν ήταν απλώς κακοποιός μα κάποιος διεστραμμένος δολοφόνος; σκέφτηκε.

Το θέμα είναι πως, μετά την δεύτερη ληστεία, ο οικονομικός του προϋπολογισμός τινάχτηκε στον αέρα, κι’ έτσι, ούτως ή άλλως, τα κάγκελα θα αργούσαν να τοποθετηθούν στο παράθυρο. Αντ’ αυτού, σταμάτησε απλούστατα να ανοίγει το παράθυρο.

Τον πρώτο καιρό τα πήγαινε θαυμάσια. Με τον ανεμιστήρα να δουλεύει στο μέγιστο, και ουκ ολίγες ποσότητες νερού με πάγο, κατάφερε κάπως να αντέξει την ζέστη. Μα μετά το δεκαπενταύγουστο, το κύμα ζέστης ήταν αφόρητο.

Όσο περνάνε οι ημέρες, τόσο ένα τραυματικό γεγονός δείχνει όλο και πιο ασήμαντο, σταδιακά ξεγελώντας τον παθόντα, που αρχίζει να υποβαθμίζει την σημασία του. Έτσι κι’ Μαρίνος άρχισε πάλι να ανοίγει το παράθυρό του· λίγο στην αρχή, μα εντελώς ορθάνοιχτο όταν η θερμοκρασία μέσα στο διαμέρισμα έφτασε του τριάντα επτά βαθμούς Κελσίου.

Με τον φόβο όμως ακόμη στο μυαλό του, ο Μαρίνος τώρα χώριζε τα χρήματά του, αφήνοντας ένα ποσό στο πορτοφόλι του, και κρύβοντας τα άλλα σε ένα άλλο σημείο του σπιτιού του.

Ένα βράδυ, αργά, περασμένες δύο, που ο τόπος έβραζε και ο τσιμεντένιος όγκος της οικοδομής θύμιζε προθερμασμένο φούρνο, ο Μαρίνος αποκοιμήθηκε στον καναπέ του καθιστικού του. Ο ύπνος του δεν άργησε να διακοπεί, από ένα απαλό στην αρχή και λίγο πιο βίαιο κατόπιν, τράνταγμα στον ώμο.

Άνοιξε τα μάτια του που χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Από το αχνό φως στον δρόμο είδε, κι’ αναγνώρισε, το σουλούπι του νεαρού που τον είχε ληστέψει τις δύο προηγούμενες φορές.

«Ε, φίλε», του είπε ο νεαρός με σιγανή φωνή. «Μόν’ αυτά έχεις;» τον ρώτησε δείχνοντάς του τα χρήματα που είχε ζουλάρει από το πορτοφόλι του.

Ο Μαρίνος σοκαρίστηκε στη αρχή, συνειδητοποιώντας το πόσο ευάλωτος ήταν στον ύπνο του από έναν άγνωστο εισβολέα. Ο νεαρός θα μπορούσε άνετα να τον είχε παγιδεύσει, ακόμη και να τον σκοτώσει αν το ήθελε, κι’ ο ίδιος δεν θα καταλάβαινε ποτέ τι τον χτύπησε.

«Ε... Τί... Ε, ναι... αυτά έχω... γιατί; Δε σου φτάνουν;» τον ρώτησε με θιγμένο ύφος· σαν να μην ήταν αρκετό που τον λήστευε για τρίτη φορά.

Ο νεαρός τον κοίταξε μέσα στα μάτια· γυάλιζαν από απόγνωση κι’ αγωνία. Γύρισε την πλάτη και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Γύρισε πάλι και κοίταξε τον Μαρίνο καταπρόσωπο.

«Σε παρακαλώ», του είπε. «Ξέρω πως σ’ έχω γαμήσει στην τράκα... Αλλά φίλε, είσ’ η τελευταία μου ελπίδα. Αν δε σκάσω απόψε ένα πεντακοσάρι στον Κάβουρα... θα με καθαρίσουν. Καταλαβαίνεις; Θα με καθαρίσουν γαμώ τη μου!»
«Τί εννοείς;» ρώτησε ο Μαρίνος που είχε περιέργεια να μάθει τί συνέβαινε στον νεαρό.

Η μοναξιά των τελευταίων ετών, είχε φυτρώσει με μεγάλες και γερές ρίζες μέσα στην ζωή του Μαρίνου. Αυτή η περίεργη επίσκεψημότιτα του νεαρού, είχε υποσυνείδητα μετατραπεί σε ένα είδος κοινωνικής συναναστροφής για τον Μαρίνο. Το γεγονός δε, πως ο νεαρός μπήκε πάλι κρυφά, δεν τον ενόχλησε πριν ψάξει το πορτοφόλι του, και δεν κράδαινε το όπλο του –αν και ήταν βέβαιος πως το κουβαλούσε μαζί του–, τον έκανε να νοιώσει πως δεν είχε μπροστά του έναν γεννημένο εγκληματία, αλλά έναν ξεστρατισμένο που απλώς πήρε λάθος μονοπάτι. Βέβαια, όλα αυτά συνέβαιναν υποσυνείδητα στο μυαλό του Μαρίνου, και μόνο μήνες μετά θα το καταλάβαινε.

«Μπορώ... μπορώ να καθίσω», ρώτησε ο νεαρός. Ο Μαρίνος του έκανε νεύμα να κάτσει με το χέρι του. Ο νεαρός κάθισε στον διθέσιο καναπέ απέναντί του, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια του να κρέμονται προς τα μέσα με τους αγκώνες να στηρίζονται στα γόνατα.

«Για πές; Ποιος είν’ αυτός ο Κάβουρας; Και γιατί θέλει να σε σκοτώσει;» ρώτησε ο Μαρίνος.
«Ο Κάβουρας είναι το κεφάλι δικέ μου. Αυτός μας προμηθεύει πράγμα».
«Να υποθέσω πως μιλάς για... για... ναρκωτικά;» ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον και έξαψη ο Μαρίνος· νοιώθοντας πως άνοιγε την πίσω πόρτα ενός υπόγειου κι’ απαγορευμένου κόσμου όπου τώρα έριχνε κλεφτές ματιές.
«Κυρίως Χασίσι, πρέζα και χάπια», απάντησε ο νεαρός.
«Κάνεις κι’ εσύ... χρήση;» Ο νεαρός δεν απάντησε. Ο Μαρίνος υπέθεσε πως –φυσικά και– έπαιρνε ναρκωτικά ο νεαρός. «Πόσο... Πόσο καιρό είσαι μπλεγμένος;» ρώτησε τελικά.
«Από τα δεκαεφτά», απάντησε ο νεαρός.
«Και πόσο είσαι τώρα —αν επιτρέπεται;»
Ο νεαρός έμεινε σκεφτικός για λίγο, πριν απαντήσει. «Είκοσι έξι... νομίζω», είπε τελικά.
«Μάλιστα... Εμένα με λένε Μαρίνο, είμαι είκοσι εννέα, αν και μπαίνω στα τριάντα σε είκοσι μέρες».
Πάλι ο νεαρός άργησε λίγο να απαντήσει. «Μπάμπης», είπε τελικά, «ή αλλιώς, Μηχανάκιας. Έχω πάθος με τις μηχανές... τις μεγάλες όμως —ξέρεις: Χάρλεϋ και τέτοια».

Ο Μαρίνος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Τελικά αποφάσισε να συνεχίσει αυτή την νυχτερινή κουβέντα. «Δουλεύεις πουθενά;» ρώτησε.
«Μπά... Δούλευα σ’ ένα βουλκανιζατέρ, αλλά όταν μ’ έψαξε η αστυνομία αναγκαστικά να την κάνω. Κυρίως ό,τι βγάλω από το εμπόριο».
Ο Μαρίνος δεν ρώτησε τι είδους εμπόδιο εννοούσε ο νεαρός, που τώρα είχε μάθει πως τον λένε Μπάμπη, ή Μηχανάκια· δεν ήταν δα και τόσο χαζός.
«Τέλος πάντων... Πρέπει να την κάνω δικέ μου... Αν δε βρω ένα ’κατοστάρικο ακόμη, το πρωί θα με γράψουν στις εφημερίδες». Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ κι’ ετοιμάστηκε να κατευθυνθεί προς το παράθυρο.
«Μισό λεπτό!» φώναξε ο Μαρίνος. Ο Μπάμπης γύρισε και τον κοίταξε. «Είπες... πως σου λείπει ένα ’κατοστάρικό μόνο;» Ο Μπάμπης ένευσε καταφατικά. Ο Μαρίνος έμεινε σκεφτικός για λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου τελικά είπε: «Περίμενε εδώ μισό λεπτό».

Ο Μαρίνος μπήκε στο υπνοδωμάτιό του. Χωρίς να ανάψει το φως, έσκυψε και πήρε κάτω από το χαλάκι δίπλα στο κρεβάτι του, ένα χαρτονόμισμα τον εκατό ευρώ· αφήνοντας άλλα δύο χαρτονομίσματα από κάτω. Μπήκε ξανά στο δωμάτιο και πλησίασε τον Μπάμπη που ενστικτωδώς πήρε θέση άμυνας, χώνοντας το χέρι του με αστραπιαία ταχύτητα στην εσωτερική τσέπη του δερμάτινου μπουφάν που φορούσε. Ο Μαρίνος κατάλαβε πως εκεί φύλασσε το όπλο του.

«Πάρε», του είπε, τείνοντας του το χαρτονόμισμα. Ο Μπάμπης το κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα σαν χαμένος. «Πάρ’ το», επανέλαβε πάλι ο Μαρίνος.
Ο Μπάμπης έβγαλε το χέρι του από την τσέπη όπου το είχε χώσει για να αρπάξει το όπλο του, και έπιασε αδύναμα το χαρτονόμισμα. «Δεν καταλαβαίνω», ψέλλισε τελικά.

«Αυτό, θα σε βοηθήσει να ζήσεις άλλη μιά μέρα και να δεις τον ήλιο να ξημερώνει;» τον ρώτησε ο Μαρίνος.
«Ναι», απάντησε με αδύναμη φωνή ο Μπάμπης.
«Τότε πάρ’ το».
«Δεν καταλαβαίνω», επανέλαβε πάλι ο Μπάμπης.

«Κοίτα», είπε ο Μαρίνος, «δεν είμαι κάνας πλούσιος. Ένας μεροκαματιάρης είμαι που βγάζω απλώς έναν μισθό. Πίστεψέ με, θα μου λείψουν αυτά τα χρήματα —αλλά δεν θα πεθάνω. Τουναντίον, εσένα θα σου σώσουν την ζωή... οπότε τά ’χεις πιο πολύ ανάγκη από ’μένα».

Ο Μπάμπης, έμεινε να κοιτάζει τον Μαρίνο με βλέμμα παιδιού, που μόλις του συγχώρεσαν μιά σκανδαλιά που κόστισε στην οικογένειά του το σπίτι τους. «Δεν ξέρω τί να πω», ψέλλισε τελικά.

«Μην πεις τίποτα... Απλά... Κάνε μου μιά χάρη». Ο Μπάμπης τον κοίταξε με προσοχή.
«Αν γίνεται... μην με τρομάζεις έτσι κάθε φορά που ’ρχεσαι. Τί θά ’λεγες να χρησιμοποιείς το κουδούνι από ’δώ και πέρα; Γιατί μιά απ’ αυτές τις ’μέρες θα με στείλεις μ’ έμφραγμα από την τρομάρα που παίρνω».
«Σόρρυ φίλε... Είναι πού ’χω συνηθίσει να μπαίνω αλλιώς στα ξένα σπίτια».
«Καιρός δεν είναι ν’ αλλάξει λίγο αυτό;» είπε ο Μαρίνος.
«Ειλικρινά... Δεν καταλαβαίνω», είπε για τρίτη φορά ο Μπάμπης.

«Κοίτα... Η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να με προστατέψει, ούτε εγώ μπορώ να κάνω κάτι για να σε σταματήσω, ούτε και κάνας άλλος μπορεί... Όποτε... Απ’ το να με κοψοχωλιάζεις κάθε φορά που θά ’ρχεσαι, καλύτερα να το κάνεις με πιο ανθρώπινο τρόπο... Τί λες;»
«Σου έγινα φορτικός ε;»
«Εχμ... Τρίτη φορά είναι... Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί κανονική σχέση. Αν ήταν ραντεβού, θά ’πρεπε να με πηδήξεις», είπε ο Μαρίνος κάνοντας χιούμορ.
«Είσαι... Είσαι πούστης;» ρώτησε με τόνο ενόχλησης ο Μπάμπης.
«Όχι-όχι... Σχήμα λόγου ήταν... Μ’ αρέσουν οι γυναίκες».
«Κι εμένα», είπε, κι’ έκανε μια σύντομη παύση για να ρωτήσει τελικά: «Έχεις γκόμενα;»
«Όχι... Δεν τα πάω καλά με τις γυναίκες, δυστυχώς».
«Όντως... Μυστήρια πλάσματα δικέ μου», είπε ο Μπάμπης. Ο Μαρίνος ανασήκωσε τους ώμους. «Την κάνω τώρα. Πάω να ’ξοφλήσω να ’συχάσω λίγο επιτέλους».
«Οκέι... Εύχομαι ν’ απολαύσεις λίγο τις επόμενες μέρες».
«Να σου πώ... Σοβαρολογούσες με το κουδούνι;...»
«Ναι».
«Τί όνομα;»
«Μαρίνος Βαρταλιάδης».
«Μαρίνος Βαρταλιάδης... Οκέι... Θα προσπαθήσω να το θυμάμαι. Αν το ξεχάσω, θα μπω απ’ την συνηθισμένη είσοδο», είπε ο Μπάμπης. Ο Μαρίνος πάλι ανασήκωσε τους ωμούς του. «Λοιπόν... Καληνύχτα... κι’ ευχαριστώ», είπε ο Μπάμπης, που πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και με ένα σάλτο πήδηξε έξω. Για άλλη μιά φορά, ο Μαρίνος δεν πρόλαβε να δει προς τα πια κατεύθυνση εξαφανίστηκε.

Η αλήθεια είναι πως τον πρώτο καιρό ο Μαρίνος μετρούσε τις μέρες. Περίμενε, κι’ ενδόμυχα ήλπιζε, πως σύντομα θα φαινόταν Μπάμπης και θα μάθαινε νέα του. Ανησυχούσε κι’ ήθελε να μάθει εάν όλα πήγαν καλά· εάν έδωσε τα χρήματα και τον άφησαν ήσυχο. Και, αν και οι μέρες περνούσαν, το γεγονός πως στις εφημερίδες δεν γράφτηκε το ο,τιδήποτε για κάποιον φόνο ή ανεύρεση αγνώστου πτώματος, καθησυχάστηκε.

Οι μέρες περνούσαν, κι’ ο Αύγουστος σύντομα έδωσε την θέση του στον Σεπτέμβριο. Τα σχολεία είχαν ανοίξει και τα πιτσιρίκια συνέρεαν όλα μαζί στις αυλές τους, όπου αντάλλαζαν με τους συμμαθητές τους ιστορίες –φανταστικές και μή– κι’ εμπειρίες από τις καλοκαιρινές τους διακοπές.

Η ζωή του Μαρίνου συνέχιζε όπως ήταν: σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Με την μόνη διαφορά πως τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου επισκεπτόταν καθημερινά το σπίτι του φίλου του που έλειπε διακοπές με την οικογένεια του, για να ποτίζει τα φυτά όπως του είχαν ευγενικά ζητήσει.

Ο Μαρίνος είχε καθιερώσει, από την πρώτη κι’ όλας χρονιά στην τράπεζα, να παίρνει τις διακοπές του κατά τον Οκτώβριο, ενώ τις άλλες μισές τις έπαιρνε συνήθως κατά τον Φεβρουάριο μήνα. Δεν το έκανε συνειδητά στην αρχή, μα ύστερα κατάλαβε πως δεν του άρεζε να παίρνει την άδειά του μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, δεν είχε φίλους και παρέες για περάσει μαζί τους τον ελεύθερό του χρόνο· να κανονίσουν να πάνε διακοπές, ή να κάνουν μαζί διάφορες άλλες δραστηριότητες. Έτσι, προτιμούσε να παίρνει τις άδειές του όταν η πόλη ήταν γεμάτη κόσμο, και ρυθμισμένη στην συνηθισμένη της ρουτίνα.

Η Ζέστη παρ’ όλα αυτά, δεν είχε μειωθεί σημαντικά. Έτσι, ο Μαρίνος συνέχιζε να κυκλοφορεί ενδεδυμένος μοναχά με τα εσώρουχά του, τον ανεμιστήρα να είναι στην πρίζα και μονίμως σε λειτουργία, το ψυγείο γεμάτο με δροσερά αναψυκτικά, και φυσικά, το παράθυρο ανοιχτό για να δροσίζεται ο χώρος. Κι’ όπως συνέβη και την προηγούμενη φορά, έτσι και τώρα, ο Μαρίνος άρχισε να πιστεύει πως δεν θα έβλεπε τον Μπάμπη ξανά.

Ένα βράδυ, ο Μαρίνος διάβαζε ήσυχος ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Ιαπωνικό κινηματογράφο στο ένθετο της εφημερίδας του, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός, περίεργος βόμβος. Σήκωσε με έκπληξη κι’ απορία το κεφάλι του, και τεντώνοντας τα αυτιά του προσπάθησε να καταλάβει την πηγή του θορύβου. Να σου το ξανά. Μα τί ήταν; Αίφνης, κατάλαβε. Ήταν το κουδούνι της εξώπορτας. Κάποιος, έξω από την πόρτα της πιλοτής πίεζε το κομβίο που υπήρχε δίπλα από το ταμπελάκι με το όνομά του. Δεν το άκουγε πολύ συχνά. Ακόμη και η διαχειρίστρια, όταν τον ήθελε κάτι, απλά χτυπούσε την πόρτα. Λογική λοιπόν η αρχική του κατάπληξη.

Πετάχτηκε όρθιος παραμερίζοντας άτσαλα την εφημερίδα, που σκορπώντας στο πάτωμα έπεσε πάνω στην γάτα που μέχρι τότε κοιμόταν δίπλα του στο χαλάκι, αναγκάζοντας την να πεταχτεί όρθια από την τρομάρα της. Με γοργά βήματα κατευθύνθηκε προς την πόρτα, άρπαξε το ακουστικό του θυροτηλεφώνου και ρώτησε με ελαφρός τρεμουλιασμένη φωνή να μάθει ποιος ήταν. Άκουσε. Πίεσε το κομβίο και ακουστικέ η πόρτα της πιλοτής να ανοίγει. Αμέσως μετά, ο Μαρίνος απασφάλισε τον σύρτη της πόρτας, την ξεκλείδωσε και την άνοιξε. Δευτερόλεπτα μετά, φάνηκε ένα γνώριμο πρόσωπο.

«Καλησπέρα... Όλα καλά;» ρώτησε ο Μπάμπης.
«Καλά...» απάντησε ο Μαρίνος.
«Να... περάσω;»
«Ναι... βέβαια!» απάντησε Μαρίνος που παραμέρισε κι’ άνοιξε διάπλατα την πόρτα για να περάσει ο Μπάμπης.
«Δεν σ’ το ’χω ξαναπεί μα... ωραίο το τσαρδί σου».
«Ευχαριστώ».
«Ενοχλώ μήπως;»
«Μπά... Εφημερίδα διάβαζα».
«Να κάτσω;»
«Φυσικά!» φώναξε λίγο δυνατά ο Μαρίνος, δείχνοντάς του τον καναπέ.

Ο Μπάμπης έκατσε με φανερή αμηχανία. Σίγουρα πρέπει να ένοιωθε λίγο άβολα. Το να κάθεται με την ιδιότητα ενός επισκέπτη σε ένα σπίτι που το έχει ήδη επισκεφθεί σαν διαρρήκτης, του προκαλούσε παράξενα κι’ ανάμικτα αισθήματα.

«Καφέ;» τον ρώτησε ο Μαρίνος, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.
«Ναι... Γιατί όχι;» απάντησε ο Μπάμπης, που τέτοια ώρα μόνο καφέ δεν θα έπινε. Μα δεν ήθελε να φανεί αγενής. Πριν προλάβει ο Μαρίνος να κάνει βήμα, του είπε με λίγη διστακτικότητα στην αρχή: «Να σε ρωτήσω... Όλη ’μέρα μεσ’ το σπίτι... Με τα σώβρακα κυκλοφορείς;»
Ο Μαρίνος έσκυψε ενστικτωδώς το κεφάλι του για να δει τα πόδια του. Πράγματι· όπως πάντα ήταν ενδεδυμένος μοναχά με το σλίπ και το φανελάκι του. Ένοιωσε αμηχανία. Πρέπει να ντυθώ, σκέφτηκε αμέσως. Γύρισε το βλέμμα του στον Μπάμπη και είπε: «Βασικά... ναι. Όταν δεν περιμένω επισκέψεις... Αν και βέβαια με έχεις συνηθίσει φαντάζομαι».
«Ναι... έχεις δίκιο σ’ αυτό... Κοίτα... Να σου πω... Ξέρεις... Χρειάστηκε πολύ θάρρος από μέρους μου νά ’ρθω ’δώ απόψε... και να μπω από μπροστά, όπως μου ζήτησες—»
«Έχεις δίκιο», τον διέκοψε ο Μαρίνος. «Ήταν αγενές εκ μέρους μου. Ξέρεις... Αφού αυτή είναι μία καθ’ όλα επίσημη επίσκεψη, καλά θα κάνω να ντυθώ επίσημα. Μην κουνηθείς» είπε, και κατευθύνθηκε με βήμα γοργό προς την κρεβατοκάμαρα.

Μπήκε μέσα κι’ άναψε το φως. Ο Μπάμπης, μάλλον δεν είχε προσέξει την απειροελάχιστη στιγμιαία παύση στον βηματισμό του Μαρίνου, καθώς από το μυαλό του πέρασε η ιδέα πως ο Μπάμπης μπορεί να τον λήστευε όσο θα ντυνόταν στο δωμάτιο. Μα αμέσως ο Μαρίνος απέρριψε την ιδέα. Ο Μπάμπης δεν ήρθε για χρήματα. Μπορεί να του τα ζητούσε αργότερα... ίσως. Μα δεν ήταν αυτή η αρχική του πρόθεση. Αν ήθελε να τον κλέψει, το παράθυρο ήταν ανοιχτό και τα σκυλιά δεμένα, σκέφτηκε. Αυτά σκεφτότανε καθώς φορούσε το παντελόνι και το πουκάμισό του, κι’ ένα λεπτό αργότερα, ο Μαρίνος ξαναμπήκε στο μικρό σαλόνι· ο Μπάμπης τον κοίταξε φανερά με άλλο μάτι.

«Να σου πώ... Σίγουρα δεν είσαι πούστης;»
«Όχι... Γιατί τόση επιμονή;... Μοιάζω για γκέι;» ρώτησε με απορία ο Μαρίνος.
«Είσαι λίγο... κολλαριστός... πώς να το πω;»
«Φλώρος;»
«Ναι... Ε... Δηλαδή... όχι... Δεν ήθελα...»
«Δεν με προσβάλεις. Ξέρω πως σε αντιδιαστολή με εσέ—»
«Με τί;»
«Σε αντίθεση... ήθελα να πω, μ’ εσένα... εγώ πρέπει να μοιάζω ο άρχοντας των φλώρων».
«Πράγματι φιλαράκι. Είσαι πολύ κυριλέ».
«Ευχαριστώ, αν και δεν συμμερίζομαι τους κυριλέδες».
«Να σου πώ... Επειδή το λύκειο δεν τό ’βγαλα... γίνεται να μου μιλάς με απλά Ελληνικά;» ρώτησε ψιλοενοχλημένα ο Μπάμπης.
«Με συγχωρείς... Δεν το κάνω επίτηδες για να σε μειώσω. Απλά είναι η δουλειά μου τέτοια που πρέπει να κρατάω τους τύπους και να μιλάω πάντα στον ενικό και τέτοια».
«Τί δουλειά κάνεις αλήθεια;» τον ρώτησε ο Μπάμπης.
«Ταμίας σε τράπεζα».
«Ω ρε πακέτο!...» φώναξε ο Μπάμπης. «Τσιράκι των αφεντικών δηλαδή; Και πώς αντέχεις ρε φίλε όλη μέρα να μετράς τα χρήματα των άλλων χωρίς να σαλτάρεις και να τ’ αρπάξεις όλα και να φύγεις; Εγώ θά ’χα σαλτάρει».

«Μην νομίζεις πως δεν μας περνάει αυτή η σκέψη από το μυαλό κάθε μέρα», του απάντησε με ειλικρίνεια ο Μαρίνος. «Μα έχουμε κι’ εμείς τις δικλίδες ασφαλείας μας.

»Πρώτον, περνάμε συχνά από σεμινάρια σχετικά με τις επιπτώσεις σε περίπτωση “λάθους” στα οικονομικά. Μας θυμίζουν συχνά, με έντυπα και διάφορες κουβέντες, το τι παθαίνουν οι καταχραστές —είναι ένα είδος προπαγάνδας. Και τέλος, δεν περνάνε και τόσα χρήματα από τα χέρια μας ώστε να αξίζει να κλέψεις και να χαθείς από την κοινωνία. Ο όγκος συναλλαγών... Με συγχωρείς, τα χρήματα θέλω να πω, που περνάνε από τα χέρια μας, δεν είναι τόσα πολλά ώστε να αξίζει να τα κλέψεις και να το σκάσεις για να κάνεις μια άλλη ζωή. Είναι μικρό το ποσό. Συνήθως μερικές χιλιάδες ευρώ. Άσε που εάν, πράγμα που συμβαίνει σπάνια, μαζευτεί ένα σχετικά αξιόλογο ποσό, είμαστε υποχρεωμένοι, εκείνη την στιγμή, να τα πάμε και να τα κλείσουμε στο χρηματοκιβώτιο, ώστε να μην υπάρχουν πολλά χρήματα στα ταμεία μας, για περίπτωση ληστείας και τέτοια. Όποτε, για να το πω απλά.

»Αν ζουλάρω το ταμείο και, τρόπος του λέγειν, πηδήξω από το παράθυρο και χαθώ για πάντα από την πόλη και την χώρα μου, το μόνο που θα μπορέσω να αγοράσω με τα χρήματα είναι ένα καλό και γρήγορο αμάξι, άντε και μερικά καλούδια. Δεν θα έχω όμως σε καμία περίπτωση χρήματα για ν’ αρχίσω μιά νέα ζωή απ’ το μηδέν».

Ο Μαρίνος γύρισε να κοιτάξει τον Μπάμπη, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως τον κοιτούσε με προσοχή και προσήλωση. Ένα χαμόγελο αμηχανίας σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Μαρίνου. «Ε... Αυτά».

«Μ’ άλλα λόγια φιλαράκι...Στα σκατά κι’ εσύ, έτσι; Η μόνη διαφορά μας είναι πως εσύ φοράς κυριλέ ρούχα;»
«Κάπως έτσι. Αν και βέβαια δεν ξέρω πώς ζεις εσύ την καθημερινότητά σου για να συγκρίνω».

Ο Μπάμπης δεν απάντησε αμέσως. «Κοίτα... Δεν έχω τόσο ωραίο σπίτι, ούτε κι’ ωραία ρούχα σαν τα δικά σου —που δεν τα θέλω κι’ όλας... και να με συγχωρείς. Αλλά συνήθως βρίσκω φαΐ για να φάω, βενζίνα για την μηχανή, καμιά γκόμενα για το βράδυ... και κάνα ψιλό για την πρέζα... Οπότε... Ξέρω ’γω; Πάνω-κάτω... Τα ίδια περνάμε... Νομίζω».

Ο Μαρίνος παρέμεινε ακίνητος. Τόση ώρα ήταν όρθιος και δεν ήξερε τι να κάνει. Να πρόσφερε αυτόν τον καφέ που είχε πει; Να κάτσει να συνεχίσει την κουβέντα του με τον Μπάμπη; Να του έδινε χρήματα για να φύγει; Δεν ήξερε. Ένοιωθε λιγάκι μπερδεμένος. Ο Μπάμπης τον έβγαλε από την δύσκολή θέση· μόνο και μόνο για να τον βάλει σε μιά ακόμη πιο δύσκολη.

«Χρόνια πολλά, μπάι δι γουέι», του είπε βάζοντας το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Έβγαλε ένα πακέτο τυλιγμένο σε αστραφτερό ασημόχαρτο με διάφορα σχεδιάκια και με κόκκινη κορδέλα που κατέληγε σε έναν, κάπως στραπατσαρισμένο, φιόγκο. Τέντωσε το χέρι του και το έτεινε προς τον Μαρίνο, ο οποίος το πήρε στα χέρια του δειλά. «Έχεις γενέθλια σήμερα... Έτσι δεν είναι;»
«Ναι —όχι! Δηλαδή...»

«Τελευταία φορά μού ’χες πει πως μπαίνεις στα τριάντα σε είκοσι ’μέρες... Τις μετρούσα για να σιγουρευτώ πως θα ερχόμουν την σωστή ’μέρα. Λάθος έκανα;... Δεν μού ’πες ψέματα!»
«Όχι... δεν είπα ψέματα... Απλά, μάλλον έκανα λάθος εγώ... Πέρασαν είκοσι ’μέρες;... ’Χθές ήταν τα γενέθλιά μου. Μάλλον έκανα λάθος... Ήμουν λίγο ταραγμένος εκείνο το βράδυ, αν θυμάσαι».
«Ναι, έχεις δίκιο... Οπότε έκανα λάθος ε; Κρίμα... Ήθελα να έρθω την σωστή ’μέρα».
«Κοίτα», πετάχτηκε ο Μαρίνος, «δεν πειράζει. Δεν έχει σημασία η ’μέρα. Σημασία έχει που... που... Θεέ μου! Τα θυμήθηκες! Κάποιος θυμήθηκε τα γενέθλιά μου! Μου φαίνεται απίστευτο που κάποιος θυμήθηκε τα γενέθλιά μου... Και μάλιστα... κάποιος άγνωστος. Αν είναι δυνατόν! Μ’ έχεις... μ’ έχεις αφήσει κατάπληκτο».

Ο Μαρίνος πραγματικά ήταν κατάπληκτος. Στο πρόσωπό του ένα μεγάλο πλατύ χαμόγελο είχε κάνει την εμφάνισή του· Τόσο, που τελικά φανήκανε τα λευκά του δόντια. Κοίταζε το πακέτο με βλέμμα και χαρά παιδιού· είχε πέσει σε έκσταση. Τα γενέθλιά του! Κανείς δεν τα θυμότανε —ούτε καν ο φίλος του. Ο ίδιος του το είχε θυμίσει μέρες πιο μπροστά και τον είχε καλέσει να τον βγάλει έξω μαζί με την οικογένειά του. Τυπικά, απλά και νοικοκυρεμένα· αυθορμητισμός κανένας.

Κι όμως. Να που κάποιος τα θυμήθηκε. Όχι κάποιος τυχαίος, μα ένας άγνωστος· ένας διαρρήκτης που τρύπωνε σε σπίτια να κλέψει για να προμηθευτεί την δόση του. Που του είπε απλά, επάνω στην συζήτηση, πως είχε γενέθλια σε είκοσι ημέρες. Κι’ αυτός, τις μέτρησε, και ήρθε —και με δώρο! Ο Μαρίνος ένοιωθε... χαρά· περίεργη χαρά μεν, χαρά δε.

«Άνοιξέ το», του είπε ο Μπάμπης με ένα χαμόγελο ανυπομονησίας στο πρόσωπο.
«Ναι, βεβαίως», απάντησε ο Μαρίνος.

Έκατσε στην πολυθρόνα όπου διάβαζε συνήθως την εφημερίδα του, με τα γόνατα σφιχτά κλειστά και το δώρο να στηρίζεται επάνω τους. Τράβηξε, έλυσε την κορδέλα κι’ άρχισε να ανοίγει προσεχτικά στο πακέτο· χωρίς να κάνει πολύ ζημιά στο όμορφο ασημόχαρτο. Σύντομα κατάλαβε πως το δώρο ήταν ένα βιβλίο. Βιβλίο! Από έναν πρεζάκια διαρρήκτη! Η ζωή, αν μη τι άλλο, είναι γεμάτη εκπλήξεις, σκέφτηκε από μέσα του ο Μαρίνος. «Ταξιδεύοντας με τον Che» λεγόταν το βιβλίο, του Granado Alberto.

«Έι! Το ξέρω αυτό το βιβλίο! Ήθελα να το πάρω μάλιστα, μετά πού ’δα την ταινία “Ημερολόγιο Μοτοσικλέτας” στο σινεμά», είπε ο Μαρίνος.
«Αλήθεια; Σου άρεσε το έργο;» ρώτησε ο Μπάμπης. Είχε έναν χαρούμενο τόνο στην φωνή του.
«Αλήθεια. Ήταν ωραία ταινία. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πραγματικά άλλαξε τον κόσμο. Βέβαια, πολλοί θα σε ρωτήσουν αν τον άλλαξε προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο».
«Να σου πώ την αλήθεια... Είμαι λίγο άσχετος μ’ αυτά. Εγώ ’χα πάει με μιά γκόμενα τότε που νταλαβεριζόμουνα στο σινεμά και μ’ έβαλε να την δώ. Ήταν, λέει, της αριστεράς —κουλτουριάρα. Εγώ βέβαια χέστηκα γι’ αυτά. Την γούσταρα, γιατί έκανε καλό κρεβάτι. Κι’ αυτή μάλλον με γούσταρε για τον ίδιο λόγο. Καταλαβαίνεις τι εννοώ...»

Ο Μαρίνος ένευσε καταφατικά. Δεν μίλησε γιατί περίμενε πως ο Μπάμπης δεν είχε τελειώσει ακόμη την ιστορία του· πράγματι, είχε δίκιο. Ο Μπάμπης άναψε ένα τσιγάρο που το έβγαλε με μαεστρία από το πακετάκι του και το άναψε. Ρούφηξε μερικές βαθιές τζούρες και ξεφύσισε τον καπνό, σχηματίζοντας μικρά κουκλάκια καπνού. Ο Μαρίνος δεν κάπνιζε, μα γνώριζε πως δεν μπορούσαν όλοι οι καπνιστές να το κάνουν αυτό.

«Που λές... Της αριστεράς αυτή, μου μίλαγε για επαναστάσεις, για την Ρωσία, τον Λένιν και τα λοιπά. Εγώ τα βαριόμουνα πολύ αυτά. Αλλά μετά το κρεβάτι άρχιζε να μου μιλάει γι’ αυτά μ’ ένα πάθος που εμένα με καύλωνε. Η τσουλίτσα... Αντί να με κοιμίζει όπως κάναν’ οι περισσότερες, αυτή μ’ ερέθιζε περισσότερο. Οπότε μετά από λίγο βρισκόμασταν πάλι να ξεσκιζόμαστε αβέρτα.

»Κάποια στιγμή, όταν της είπα ότι δεν τους γουστάρω αυτούς τους χαρτογιακάδες με τα βιβλία και τα λοιπά τους, μου ανέφερε τον Τσέ. Ένα τυπά που τα παράτησε όλα: σπουδές, ιατρικές και μαλακίες, πήρε το τουφέκι κι’ άρχισε αγώνα. Όπα λέω. ’Δώ ’μαστε. Για πέ’ παρακάτω ρε Μαρίζα —Μαρίζα τη’ λέγαν’.

»Μου είπε κάποια βασικά και μετά μού ’πε να μου φέρει βιβλία. Εκεί μού ’πεσε —κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το κατάλαβε πως δεν ήμουν των γραμμάτων. Δεν πτοήθηκε. Την άλλη ’μέρα με πήγε στο σινεμά και είδαμε την ταινία. Αυτό ’ταν. Μου πήρε και μερικές ταινίες από το βιντεοκλαμπ που τις είδα σπίτι της σε κάποια φάση που ’λείπανε οι δικοί της, και τον γνώρισα καλύτερα. Από τότε τον Τσε τον αγάπησα και τον έκανα σημαία μου. Ο τύπος είχ’ αρχίδια!» ολοκλήρωσε ο Μπάμπης, κι’ έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι που υπήρχε επάνω στο μικρό τραπεζάκι μπροστά του.

«Ναι», είπε ο Μαρίνος. «Ο άνθρωπος ήταν φαινόμενο για την εποχή του. κι’ όλα αυτά επειδή καύλωσε να πάει μιά βόλτα με τον φίλο του επάνω σ’ ένα μηχανάκι—»
«Μηχανάκι;!» διέκοψε ο Μπάμπης με έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Τί μηχανάκι; Μηχανάκι η Norton-500 του 39; Πλάκα μου κάνεις;»
«Ε... Μηχανή τέλος πάντων».
«Φίλε μου! Δεν ξεχωρίζεις μια μηχανή από ένα μηχανάκι;»
«Είναι μεγάλη η διαφορά; Και τα δυό έχουν από δύο ρόδες, ένα τιμόνι και ένα κάθισμα».
«Σέλα!»
«Απ’ αυτό...»

Ο Μπάμπης έσκασε στα γέλια. Άρχισε σιγά στην αρχή, μα μετά ξεχύθηκε σε χείμαρρο γέλιου, όπου κρατούσε την κοιλιά του και χτυπούσε τα πόδια του στο πάτωμα. Ο Μαρίνος φοβήθηκε μην προκαλέσει την προσοχή των γειτόνων του με αυτή την φασαρία. Σύντομα το ξέσπασμα του Μπάμπη κόπασε και κατάφερε να πάρει πάλι τον λόγο.

«Φίλε μου... Είσαι ά-σχε-τος από μηχανές! Έτσι δεν είναι;»
«Ε, λιγάκι».
«Τί λιγάκι; Εσύ κάνεις σαν να μην έχεις ανέβει ποτέ σε μηχανή». Η σιωπή του Μαρίνου έκανε το Μπάμπη να τον κοιτάξει πιο σοβαρά. «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;» Ο Μαρίνος ένευσε αρνητικά. «Φακ δικέ μου! Φακ!»
«Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουνα μικρός, γύρω στα δεκατρία, με είχε πάει βόλτα με μηχανάκι ένας μεγαλύτερος ξάδερφός μου. Κάποια μαλακία έκανε όμως και σε κάποια στροφή βρεθήκαμε να σερνόμαστε στην άσφαλτο. Δεν χτυπήσαμε σοβαρά, ευτυχώς, αλλά είχα γδάρει άσχημα όλο το δεξί μου πόδι. Ήταν καλοκαίρι τότε και φορούσα μοναχά ένα κοντό σορτσάκι. Μιλάμε είχα γεμίσει μ’ αίματα. Από τότε δεν ήθελα ν’ ακούω για μηχανάκια».
«Ναι ρε φίλε. Όλοι έχουμε φάει τις τούμπες μας... Αλλά, δεν ξανανέβηκες πότε σε μηχανάκι;» Ο Μαρίνος πάλι ένευσε αρνητικά. «Ποτέ-ποτέ;!»
«Ποτέ».

Ο Μπάμπης έγειρε πίσω στον καναπέ με τα χέρια τεντωμένα επάνω στην ράχη της. Είχε την στάση ενός ανθρώπου που είχε χαλαρώσει, για να παρακολουθήσει ένα περίεργο θέαμα και να προσπαθήσει το κατανοήσει. Αυτή η χαλαρότητα του σώματος που προδίδει πως όλη η ενέργεια του πηγαίνει αποκλείστηκα και μόνο στον εγκέφαλο, που προφανώς έχει βρεθεί σε κατάσταση απελπισίας.

Ο Μαρίνος από την άλλη, ξαφνικά άρχισε να νοιώθει άβολα. Ναι, ήταν μαμάκιας. Το ήξερε. Ένοιωθε σαν να ξεγυμνώθηκε πάλι μπροστά στον σχεδόν άγνωστο τύπο που καθόταν απέναντί του· που τώρα τον έκρινε και μάλλον το κατέτασσε ως... ως τί αλήθεια;

«Ντύσου», του είπε ξαφνικά κι’ επιτακτικά ο Μπάμπης.
«Ε; Ντυμένος είμαι», απάντησε μηχανικά ο Μαρίνος.
«Βάλε παπούτσια εννοώ».
«Γιατί;»
«Μωρέ βάλε».
«Γιατί;»
«Βάλ’ τα που σου λέω!»
«Καλά, μή φωνάζεις».

Ο Μαρίνος, υποσυνείδητα ενεργώντας υποτακτικά εκείνη την στιγμή –μαθημένος να είναι υπάκουος σε όσους φώναζαν πιο δυνατά από τον ίδιο–, σηκώθηκε και πήγε δίπλα στην πόρτα, όπου έβγαλε τις σαγιονάρες που φορούσε και έβαλε βιαστικά τα παπούτσια του.

«Ορίστε τά ’βαλα».

Ο Μπάμπης πετάχτηκε όρθιος και τον πλησίασε γοργά στην πόρτα. Τράβηξε τα κλειδιά από πίσω και την άνοιξε. Γράπωσε τον Μαρίνο από τον καρπό, που χωρίς να προλάβει να βγάλει «κιχ», αφέθηκε στο τράβηγμά του.

«Που πάμε;» ρώτησε ο Μαρίνος προσπαθώντας να φτάσει τον βηματισμό του Μπάμπη. Είχε αποσυντονιστεί από την απότομη αλλαγή της στάσης του.
«Βόλτα».
«Τί βόλτα;»
«Θα δεις».

Περπάτησαν μέχρι την άκρη του τετραγώνου όπου βρισκόταν παρκαρισμένη μία μηχανή μεγάλου κυβισμού. Από αυτές με πολλά ασήμι εξαρτήματα που γυαλίζουν, με μεγάλα χρωματιστά ντεπόζιτα βενζίνης και δερμάτινες σέλες με σάκους στα πλάγια. Σταμάτησαν.

«Τί ’ναι αυτό;» ρώτησε ο Μαρίνος με απορία, αν και μάντευε την απάντηση.
«Το μανάρι μου», είπε με καμάρι ο Μπάμπης.
«Η μηχανή σου;»
«Το μωρό μου».
«Τί μάρκα είναι;» ρώτησε ο Μαρίνος, τυπικά πιο πολύ· όχι πως θα καταλάβαινε πολλά άμα μάθαινε την εταιρία κατασκευής.
«Τσοπεριά δικέ μου! Δεν το βλέπεις;» απάντησε ο Μπάμπης με ψιλοτρεμάμενη φωνή που πρόδιδε ένα είδος ηδονικής έκστασης. «Γνήσιο Αμερικάνικο προϊόν! Έχει ιστορία αυτό το μανούλι δικέ μου».
«Μάλιστα», ψιθύρισε ο Μαρίνος, που έβαλε τα χέρια στις τσέπες του, κοιτάζοντας την μηχανή με την ίδια αδιαφορία που θα κοιτούσε ένα σκυλί στον δρόμο.

Το πώς κατάφερε ο Μπάμπης να τον πείσει να ανέβει –ή μάλλον, να τον καθίσει με το ζόρι– επάνω στην σέλα, και να βρεθούνε μετά από λίγο να διασχίζουνε με ταχύτητα τους δρόμους της πόλης, ούτε που το κατάλαβε ο Μαρίνος.

Το βράδυ πάντως, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, αναπολούσε την βόλτα με μία μίξη αντικρουόμενων συναισθημάτων. Αφ’ ενός, ο φόβος κι’ ο τρόμος· οι αναμνήσεις από το άσχημο πέσιμο τότε που ήτανε μικρός με τον ξάδερφό του, να τον τρομάζουν και να του σφίγγουν την καρδιά σε κάθε στροφή της μηχανής, που έγερνε άλλοτε λίγο, κι’ άλλοτε πολύ· τα αυτοκίνητα και οι διαβάτες που περνούσαν ξυστά δίπλα τους· το ταρακούνημα σε κάθε λακκούβα που τον έκανε να σφίγγει τα χέρια του γύρω από την μέση του Μπάμπη, με σχεδόν κοριτσίστικο τρόπο, όπως του είπε μετά, κάνοντάς τον να κοκκινίσει από ντροπή. Αφ’ ετέρου όμως... του άρεσε. Του άρεσε η ταχύτητα. Δεν τρέχανε και πολύ, αλλά η αίσθηση του αέρα να σφυρίζει στα αυτιά του, το γεγονός της κίνησης χωρίς το μεταλλικό κουβούκλιο ενός συνηθισμένου αυτοκινήτου να τον προστατεύει, να τον απομονώνει από τον έξω κόσμο· ο θόρυβος της μηχανής που ανεβοκατέβαζε στροφές, και μούγκριζε με κάθε εντολή του οδηγού του μέσω της μανιβέλας· οι μυρουδιές και οι ζωντανοί ήχοι της πόλης που δεν εμποδίζονταν από παράθυρα, είχαν σαγηνεύσει τον Μαρίνο. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του αδυνατώντας να κοιμηθεί. Παρ’ όλο που φορούσε μοναχά το σλίπ του και είχε φέρει τον ανεμιστήρα στο υπνοδωμάτιο να λειτουργεί στην χαμηλή σκάλα, η ζεστή εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Μα ήξερε κατά βάθος πως δεν ήταν μονάχα η ζέστη, που στο κάτω-κάτω, είχε μειωθεί σε σχέση με τους καύσωνες του Αυγούστου· ήταν η έξαψη της νέας εμπειρίας που είχε ζήσει χάρη στον Μπάμπη. Η βόλτα με την μηχανή και η αποκάλυψη ενός νυχτερινού κόσμου που ο Μαρίνος αγνοούσε ως τότε.

Ο Μπάμπης τον γύρισε σχεδόν σε ολόκληρη την πόλη. Σε φαρδιές λεωφόρους με ουρές οχημάτων να κινούνται γοργά· σε έρημες γειτονιές με χιλιάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους ιδιοκτήτες τους κλειδαμπαρωμένους πίσω από τις πόρτες ασφαλείας μαζί με τις οικογένειές τους· σε πλατείες περιστοιχισμένες από μαγαζιά και τραπεζοκαθίσματα με θαμώνες να πίνουν το πότό τους· σε κλειστές λαϊκές αγορές και στενές παρόδους.

Ο Μαρίνος άλλαξε πάλι πλευρό και ξεκόλλησε το νοτισμένο από ιδρώτα σεντόνι που είχε κολλήσει στην γυμνή του πλάτη. Κοίταξε μιά τελευταία φορά το ρολόι στον τοίχο που έδειχνε σχεδόν δύο τα ξημερώματα· σε τέσσερις ώρες θα έπρεπε να σηκωθεί. Αυτή μάλλον ήταν η τελευταία σκέψη που είχε κάνει πριν τον πάρει ο ύπνος, σκέφτηκε το πρωί, καθώς σηκωνότανε για να πάει στην δουλειά.

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, και το παράθυρο στο σπίτι του Μαρίνου άνοιγε σπάνια πια· μόνο λίγα λεπτά την ημέρα για να αερίζεται το σπίτι. Εν τω μεταξύ, οι επισκέψεις του Μπάμπη συνεχίζονταν με ενδιάμεσα διαλείμματα.

Αρχικά δεν χρησιμοποιούσε πάντα το κουδούνι, αλλά χτυπούσε το τζάμι. Μετά, όταν οι επισκέψεις έγιναν συχνότερες –σχεδόν ανά λίγες ημέρες–, ο Μπάμπης άρχισε να χρησιμοποιεί το κουδούνι, με την ίδια χαρά που ένα παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί για πρώτη φορά την τουαλέτα.

Στην αρχή, ο Μπάμπης έκανε απλώς επισκέψεις στον Μαρίνο, μετά άρχισε να τον παίρνει και να τον κάνει βόλτες με την μηχανή. Ο Μαρίνος σύντομα, όχι απλώς ξεπέρασε την φοβία του για τις μηχανές, μα εμφανίστηκε μιά ημέρα να περιμένει τον Μπάμπη με πέτσινο μπουφάν και κράνος.

«Τί ’ν’ τούτο ρέ;» τον είχε ρωτήσει μόλις τον είδε.
«Να... Έχει κρύο τα βράδια και δε’ θέλω να κρυώσω. Όσο για το κράνος... Τόσα και τόσα γίνονται. Θέλω να το φοράω όταν βγαίνουμε εκτός πόλης και το γκαζώνεις».
«Κουφαλίτσα», είπε κοροϊδευτικά ο Μπάμπης. «Γουστάρεις όταν το γκαζώνω ε;»
Ο Μαρίνος χαμογέλασε σαν παιδί που το πιάσανε να κλέβει μπισκότα από το βάζο, και που φαίνεται πως θα την γλιτώσει απλώς με μία επίπληξη. «Σκέφτηκα να σου πάρω και ’σένα ένα», είπε, καθώς σήκωσε λίγο το κράνος που κρατούσε στο χέρι του. «Μετά σκέφτηκα όμως πως δεν θα το φορούσες ποτέ γιατί—»
«Και πολύ καλά σκέφτηκες! Έχω ένα όνομα στην πιάτσα φιλαράκι. Δεν γίνεται να εμφανιστώ με κράνος. Εξάλλου, αυτά είναι για τους φούφλιδες»
«Σαν το ’ξαδερφάκι σου;»
«Σαν το ’ξαδερφάκι μου».

Σε μιά έξοδο, όταν ο Μπάμπης δεν τον πήγε απλώς βόλτα στους δρόμους, αλλά τον έμπασε για ένα ποτό σε ένα από τα μέρη όπου συχνάζει, χρειάστηκε να γίνουν συστάσεις. Ο Μαρίνος, ως επίσημος "γιάπης" και "κυριλές", χρειάστηκε διαπιστευτήρια για να γίνει δεκτός από τους υπόλοιπους τακτικούς θαμώνες. Έτσι, με μερικές απλώς βασικές συνεννοήσεις του Μπάμπη με τον Μαρίνο, ο νεοφερμένος παρουσιάστηκε ως εξάδελφος που έλειπε χρόνια στο εξωτερικό για σπουδές, και που γύρισε πίσω, και δουλεύει σε μιά εταιρία σε θέση γραφείου. Περαιτέρω ανάλυση δεν χρειάστηκε, γιατί όπως είχε πει ο Μπάμπης, άμα μάθουν πως είσαι χαρτογιακάς, δεν τους νοιάζει τίποτα άλλο.

Βγήκανε έξω και ο Μπάμπης εγκαινίασε το πέτσινο μπουφάν και το κράνος του Μαρίνου με μία βόλτα στην Εθνική με εκατόν πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Ο Μαρίνος πραγματικά τα χρειάστηκε. Και παρ’ όλο που έβριζε τον Μπάμπη ασταμάτητα για πέντε λεπτά, όταν τελικά πάρκαρε για λίγο στην άκρη για να συνέλθει, στο μέλλον ανέφερε αυτή την βόλτα, και την "καύλα", όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε την όλη αίσθηση, πολύ συχνά και με χαμόγελο στο στόμα.

Με τον καιρό, ο Μαρίνος όχι απλώς έβγαινε με τον Μπάμπη, αλλά γνώρισε και γνώριζε κόσμο στις εξόδους του. Είχε μάθει τα στέκια, την βασική αργό που χρησιμοποιούσαν όλοι οι «απόκληροι» και τον «ασυμβίβαστο» τρόπο σκέψης τους. Είχε κατά κάποιον τρόπο γίνει αποδεκτός από τους υπόλοιπους, παρ’ όλο που δεν έχασε απόλυτα την ταυτότητά του: αυτή του σπασικλάκι.

Οι σχέσεις του με τον Μπάμπη εξελίχθηκάν σε άριστα φιλικές. Καθώς μπήκε ο χειμώνας, βρισκόντουσαν, αν όχι κάθε μέρα, τουλάχιστον μέρα παρά μέρα, και, ή έβγαιναν έξω για τσάρκα, ή έμεναν στο σπίτι του Μαρίνου ακούγοντας μουσική και πίνοντας μπίρες. Δεν άργησε και η στιγμή μάλιστα, που εκτός από το κορίτσι του Μπάμπη, βρέθηκε στο διαμέρισμα και το νέο –μετά από πραγματικά πολύ καιρό– κορίτσι του Μαρίνου.

Μιά κοπέλα που είχε τελειώσει το παιδαγωγικό και ήθελε να γίνει καθηγήτρια στο γυμνάσιο· «Για να διευρύνω τους ορίζοντες των παιδιών και να χτυπήσω το σύστημα εκ τον έσω», όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει πολλές φορές. Μιά κοπέλα, που υπό παλαιότερες συνθήκες, θα έδειχνε εντελώς αδιάφορη κι’ αποφευκτέα στο Μαρίνο. Το μαύρο γκόθ ντύσιμό της, τα μαλλιά της, το βάψιμό της· όλα ούρλιαζαν τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα της. Ο Μαρίνος την αγάπησε την Μένια, μα αμφέβαλε εάν θα έβρισκε ποτέ δουλειά ως παιδαγωγός με αυτό το ντύσιμο κι’ αυτήν της την συμπεριφορά.

Στην τράπεζα, όπου εργαζότανε τόσο καιρό, έγινε αισθητή η αλλαγή επάνω του. Ο Μαρίνος έδειχνε πιο ευτυχισμένος, πιο φωτεινός. Έλαμπε, όπως του είχε πει μιά συνάδελφός του. Κάποια στιγμή ξεκίνησε και γυμναστήριο, μιάς κι’ είχε αρχίσει να νοιάζεται για την εμφάνιση και την υγεία του. Γενικώς, είχε μπει σε μιά εντελώς νέα φάση της ζωής του.

Ο Μπάμπης, συνέχιζε όλο αυτό το διάστημα να κάνει πυκνά-συχνά τράκα στον Μαρίνο για χρήματα· μικροποσά συνήθως. Αργότερα όμως, οι τράκες αραίωσαν, και μία μέρα σταμάτησαν εντελώς. Όταν σε μία ανύποπτη στιγμή, ο Μαρίνος τον είχε ρωτήσει εάν χρειαζότανε χρήματα, ο Μπάμπης είχε αρνηθεί ευγενικά λέγοντας χαρακτηριστικά, πως δεν θέλει να κάνει τράκα στους φίλους του, και πως έχει βρει μιά άλλη πηγή για να τα βγάζει πέρα. Ο Μαρίνος υπέθεσε, φυσικά, πως προφανώς ο Μπάμπης θα είχε βρει κάποια άλλα σπίτια για να μπουκέρνει και να παίρνει χρήματα.

Όσο όμως ο καιρός περνούσε, κι’ ο χειμώνας όδευε στο τέλος του, –όπως και η σχέση του με την Μένια, που σύντομα αντικαταστάθηκε από μία άλλη σχέση που την έλεγαν Στέλλα και ήταν κομμώτρια–, ο Μαρίνος είχε δεθεί φιλικά με τον Μπάμπη, σε τέτοιο βαθμό, που άρχισε να τον κρίνει. Γιατί έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις: Όταν δεθείς πολύ με έναν άνθρωπο, αρχίζεις να νοιάζεσαι για τις συνέπειες των πράξεών του, και προσπαθείς να τις επηρεάσεις, επηρεάζοντας το υποκείμενο που τις πράττει. Έτσι ο Μαρίνος, δειλά στην αρχή, πιο απροκάλυπτα αργότερα, άρχισε να επικρίνει τον Μπάμπη για την εξάρτησή του από τις ναρκωτικές ουσίες, συμβουλεύοντας τον να σκεφτεί σοβαρά την αποτοξίνωση. Οι σχέσεις των δύο ανδρών ψυχράθηκαν για λίγο διάστημα, μα σύντομα συνέχισαν ως είχαν.

Ήταν καλοκαίρι ξανά, κι’ ολόκληρη η πόλη έβγαζε στο ζουμί της. «Πρωτοφανές κύμα καύσωνα», λέγανε τα μέσα ενημέρωσης που το είχαν ανάγει σε νούμερο ένα είδηση. Ο Μαρίνος με την Μαρία, το νέο του κορίτσι με το οποίο είχε σχέση εδώ δύο μήνες, ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας μοναχά με τα εσώρουχα. Είχαν κάνει έρωτα πριν από λίγο και, αμέσως μετά από ένα κρύο ντους, είχαν ξαπλώσει με τον ανεμιστήρα να δουλεύει στο μέγιστο της ισχύος του. Ο συνδυασμός της έξαψης μετά το σεξ και της υπερβολικής ζέστης, τους καθιστούσε τον ύπνο αδύνατο. Έτσι, παρέμεναν ξαπλωμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλον χεράκι-χεράκι.

Ξαφνικά, ακουστικέ ένας γδούπος από το σαλόνι, απότομος και δυνατός, που πάγωσε το αίμα του Μαρίνου και της Μαρίας· σταματώντας τις καρδιές τους για λίγα δευτερόλεπτα. Ακολούθησε ήχος από κίνηση ανθρώπου στο σαλόνι. Κι’ άλλος γδούπος. Ο Μαρίνος βεβαιώθηκε και ανασηκώθηκε απότομα. Κάποιος ήταν στο σαλόνι! Κάποιος είχε μπει στο σπίτι, και μάντεψε αμέσως από πού. Το παράθυρο στο σαλονάκι ήταν όπως κάθε καλοκαίρι ορθάνοιχτο, για να δροσίζεται όσο γίνεται ο αέρας μέσα στο ημιυπόγειο.

«Ποιος είναι;» ρώτησε η Μαρία ψιθυριστά, με μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο.
«Μην κουνηθείς!» πρόσταξε ψιθυριστά ο Μαρίνος. «Πάω να δώ».
«Πρόσεχε», σχεδόν τσίριξε η Μαρία, που τράβηξε ενστικτωδώς το σεντόνι με τα δυό της χέρια, σαν να ήθελε να προστατευτεί από πίσω του.

Ο Μαρίνος πλησίασε την ορθάνοιχτη πόρτα που έβγαζε στο σαλονάκι περπατώντας στις μύτες των ποδιών του. Από το παράθυρο και τις ημιδιαφανείς λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι, έμπαινε το φώς από τις λάμπες του δρόμου· αρκετό για να δημιουργεί έντονες κι’ ευδιάκριτες σκιές στον χώρο. Αμέσως εντόπισε αυτό που έψαχνε. Πράγματι, λίγα μέτρα από το παράθυρο, διαγράφονταν η φιγούρα ενός ανθρώπου ξαπλωμένο στο πάτωμα σε σχεδόν εμβρυϊκή στάση. Η καρδιά του Μαρίνου χτύπησε δυνατά κι’ επιτάχυνε τους παλμού της. Αναγνώρισε αμέσως το σουλούπι αυτού του άνδρα που βρισκόταν στο πάτωμα του σαλονιού του· τόσο καιρό, την είχε μάθει πολύ καλά.

«Μπάμπη;» φώναξε αδύναμα. Η φιγούρα λίγο κουνήθηκε, μα δεν απάντησε. «Μπάμπη;» επανέλαβε ο Μαρίνος, κι’ έκανε ένα βήμα μπροστά. Η φιγούρα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της· σιωπή μερικών δευτερολέπτων και μετά ο ήχος από κάποιον που έκανε εμετό.

Ο Μαρίνος έκανε ένα τίναγμα και σε μηδέν χρόνο βρέθηκε δίπλα στο κορμί του Μπάμπη· έκατσε στα γόνατα και έπιασε το κεφάλι.

«Μπάμπη; Τί συμβαίνει; Τί σου συνέβη; Μίλα!» φώναξε πιο δυνατά ο Μαρίνος.

Το βλέμμα του κεφαλιού που κρατούσε στα χέρια του δεν διαγραφότανε καθαρά, γιατί έτσι όπως είχε κάτσει ο Μαρίνος από πάνω της εμπόδιζε το φως που έμπαινε από έξω. Μόνο τα μάτια φάνηκαν, να γυαλίζουν το ημίφως του δωματίου. Ένας ψίθυρος βγήκε από το στόμα του, μα ο Μαρίνος δεν κατάλαβε.

«Τί; Δεν κατάλαβα; Δεν καταλαβαίνω. Μπάμπη τί συμβαίνει;»

Ξαφνικά άναψε το φως. Ο Μαρίνος σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε την Μαρία απέναντι, δίπλα από την πόρτα του υπνοδωματίου, τυλιγμένη με το λευκό σεντόνι, να έχει ακόμη το χέρι της επάνω στον διακόπτη. Έσκυψε πάλι το κεφάλι του να αντικρίσει ξανά το πρόσωπο του Μπάμπη. Τρόμαξε.

Η έκφραση στο πρόσωπο του Μπάμπη πρόδιδε φόβο. Ήταν πάλλευκος, και μόνο τα μάτια του γυάλιζαν στο φώς. Το στόμα του μισάνοιχτο, λερωμένο με υπολείμματα εμετού. Ανέπνεε με δυσκολία και κοίταζε ευθέως μέσα στο μάτια του Μαρίνου.

Ακούστηκαν τα βήματα της Μαρίας που πλησίαζε και έσκυψε κι’ αυτή επάνω στον Μπάμπη. Ο Μαρίνος σήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει. «Τί συμβαίνει;» την ρώτησε τρομαγμένος. «Εσύ θα ξέρεις... Πρέπει να ξέρεις! Γνωστή του είσαι! Τί έπαθε;»

Η Μαρία δεν απάντησε αμέσως. Έσκυψε λίγο περισσότερο και κοίταξε με προσοχή το πρόσωπο του Μπάμπη. Έπιασε μετά το χέρι του και τράβηξε το μανίκι από το μπουφάν του. Φάνηκε μια πληγή στο μπράτσο –επάνω στην φλέβα που ήταν διάστικτη από σημάδια– που δεν είχε κλείσει εντελώς κι’ έβγαζε αίμα ακόμη.

«Βάρεσες πρέζα ρε μαλάκα;» τον ρώτησε επιτακτικά, κρατώντας ακόμη το χέρι του στο δικό της.
Μπάμπης κάτι ψιθύρισε κι’ ένευσε καταφατικά. Η Μαρία πετάχτηκε όρθια πιάνοντας το κεφάλι της. «Καλά ρε μαλάκα! Αφού ξέρεις ότι κυκλοφορούνε καθαρό πράγμα για να καθαρίσουνε την πιάτσα! Δεν μπορούσες ν’ αντέξεις για λίγο με τσιγάρα και χάπια; Ήθελες την γαμημένη πρέζα, τώρα;!»
«Μαρία, τί συμβαίνει;! Πες μου!» φώναξε ο Μαρίνος.
«Πεθαίνει! Να τι συμβαίνει!» του φώναξε η Μαρία χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Πήρε ανόθευτη ηρωίνη ο μαλάκας... δεν προλαβαίνει να κάνει κάτι. Πεθαίνει».
«Τί εννοείς πεθαίνει;» φώναξε γεμάτος αγωνία ο Μαρίνος. «Να-να... να... να φωνάξουμε ασθενοφόρο! Να τον πάμε στο νοσοκομείο —να τον προλάβουμε!»
«Είν’ αργά!» γύρισε η Μαρία και του φώναξε στα μούτρα. «Μην είσαι μαλάκας! Δες τον! Είναι κατάχλομος! Πύκτωσε το αίμα του! Πε-θαί-νει!»

Ο Μαρίνος δεν μίλησε. Κατέβασε πάλι το κεφάλι του για να κοιτάξει τον Μπάμπη που... χαμογελούσε! Ο Μαρίνος τον ανασήκωσε ελαφρά, ακουμπώντας το κεφάλι του στον μηρό του.

«Αλήθεια λέει ρε Μπάμπη... Πεθαίνεις;» τον ρώτησε ο Μαρίνος κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ο Μπάμπης ξεροκάταπιε. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι μα πάλι δεν βγήκε ήχος. Ο Μαρίνος έσκυψε κολλώντας σχεδόν το αυτί του στο στόμα του Μπάμπη. «Τί φιλαράκι; Πες μου... Τί;»

Ο Μπάμπης πάλι κάτι ψιθύρισε κι’ ο Μαρίνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Έβγαλε ένα σύντομο γέλιο και που σιγά-σιγά μετατράπηκε σε κλάμα.

«Είσαι μαλάκας ρε φίλε... Μαλάκας! Πολύ μεγάλος μαλάκας!» είπε, κρύβοντας τα μάτια του με την παλάμη του. Σκούπισε τα δάκρια και έμεινε να τον κοιτάζει. Κοίταξε πάλι την Μαρία που είχε κάτσει αμήχανη στον καναπέ. «Πεθαίνει», της είπε.
«Το ξέρω», του απάντησε μονότονα.
«Τί να κάνω Μαρία;»
«Φίλος σου δεν είναι;» Ο Μαρίνος ένευσε καταφατικά. «Τότε κράτα τον στην αγκαλιά σου. Ας πεθάνει στα χέρια κάποιου που τον αγαπούσε, παρά σε μιά γωνία για να τον βρούνε μετά από ’μέρες».

Ο Μαρίνος έσφιξε τον Μπάμπη, που είχε κλείσει τα μάτια του και η αναπνοή του έβγαινε σύντομη και κοφτή, επάνω στο σώμα του. Έκανε να σκουπίσει λίγο τον ιδρώτα από το μέτωπο του φίλου του και τρόμαξε από το πόσο κρύο το ένοιωσε.

Η αγωνία δεν κράτησε για πολύ. Μετά από πέντε λεπτά περίπου, ο Μαρίνος διαπίστωσε πως το στήθος του φίλου του δεν ανεβοκατέβαινε πια. Κοίταξε την Μαρία που καθόταν στον καναπέ με τα χέρια σταυρωμένα, κοιτάζοντας χαμένη στο κενό.

«Νο... Νομίζω πως... πως...» είπε ο Μαρίνος που ξεροκάταπιε.
Η Μαρία ήρθε κι’ έκατσε στα γόνατα απέναντί του. Έπιασε τον καρπό του Μπάμπη. «Δεν έχει σφυγμό... Έφυγε...»

Ο Μαρίνος στην αρχή δεν μίλησε. Έμεινε στο πάτωμα να χαϊδεύει μηχανικά τα μαλλιά του φίλου του. Μετά, έκλαψε για ώρα, αγκαλιάζοντας μιά το άψυχο σώμα του Μπάμπη και μιά το σώμα της Μαρίας που εν τω μεταξύ είχε καθίσει δίπλα του.

Δύο μέρες μετά, δόθηκε το σώμα του Μπάμπη από το νεκροτομείο για κηδεία. Δεν παρευρέθηκαν πολλοί. Ο Μαρίνος, η Μαρία, μερικοί γνωστοί από τα μέρη όπου σύχναζε ο Μπάμπης κι’ ένας μακρινός ξάδελφός του. Μετά την κηδεία ο ξάδερφός του Μπάμπη πλησίασε τον Μαρίνο, κι’ αφού βεβαιώθηκε για ποιός ήταν, τον ενημέρωσε πως πριν από λίγο καιρό ο Μπάμπης είχε εκφράσει την επιθυμία, εάν πάθει κάτι, να πάρει ο Μαρίνος την μηχανή του. Ο Μαρίνος δεν πρόβαλε καμία αντίρρηση.

Το ίδιο βράδυ, η Μαρία κλείδωσε το διαμέρισμα του Μαρίνου, έπιασε τον μεγάλο σάκο που ήταν γεμάτος με ρούχα, και αφού ανέβηκε τα σκαλιά βγήκε στον δρόμο. Ο Μαρίνος την περίμενε επάνω στην μηχανή φορώντας το κράνος του. Στα πλάγια της μηχανής υπήρχαν δεμένες αποσκευές.

«Οκέι;» την ρώτησε καθώς καθότανε πίσω του, βολεύοντας τον σάκο ανάμεσά τους.
«Όπως μου ζήτησες. Άφησα το παράθυρο ανοιχτό, κι’ αφού κλείδωσα την πόρτα άφησα τα κλειδιά στο χαλάκι της διαχειρίστριας».
«Ωραία. Φόρα το κράνος σου να φύγουμε τότε».
«Μαρίνο... Να σε ρωτήσω... Δε μου είπες: πήρες άδεια από την δουλειά;»
«Όχι. Παραιτήθηκα».
«Τί;! Γιατί;»
«Γιατί δεν μου δίνανε άδεια να πάω στην κηδεία». Γύρισε και κοίταξε το απορημένα της βλέμμα. «Τί κοιτάς; Απλά κατάλαβα πως μιά δουλειά στην οποία δεν μου επιτρέπουν ούτε στην κηδεία του φίλου μου να πάω, δεν αξίζει... Καλά δεν σκέφτηκα;»
Η Μαρία φόρεσε το κράνος της και του χαμογέλασε. «Πολύ καλά σκέφτηκες», του είπε. «Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ρώτα».
«Την ώρα που... πού ο Μπάμπης... πέ... πέθαινε», έκανε μιά παύση, είδε πως ο Μαρίνος περίμενε και συνέχισε: «Τί σου είπε κι’ έσκασες στα γέλια;»
«Α, αυτό... Μου είπε: “Όταν σε γνώρισα ήσουν με το σώβρακο. Τώρα που πεθαίνω σε βρίσκω πάλι με το σώβρακο. Σίγουρα δεν είσαι πούστης;”» Την κοίταξε μέσα στα μάτια ώσπου η Μαρία άρχισε να γελάει.
«Ήταν τρελός ο μαλάκας», είπε η Μαρία.
«Τρελός δεν λες τίποτα», είπε ο Μαρίνος που έβαλε το πόδι του στο πεντάλ και το κατέβασε με δύναμη. Αμέσως η μηχανή ζωντάνεψε κι’ άρχισε να δονείται. Γύρισε την μανιβέλα μερικές φορές μαρσάροντάς την. «Έτοιμη;» την ρώτησε.
Η Μαρία κατέβασε την κάσκα της. «Έτοιμη», του απάντησε.

Ο Μαρίνος έδωσε μιά γκαζιά και η μηχανή ξεκίνησε απότομα. Ανέβασε ταχύτητες και σύντομα βρέθηκε να τρέχει στους δρόμους της πόλης, έως ότου μετά από λίγο την άφησε πίσω του... «Για πάντα», ευχήθηκε από μέσα του, και καθώς ένοιωσε τα χέρια της Μαρίας να τυλίγονται γύρω από την μέση του, γύρισε την μανιβέλα κι’ αύξησε κι’ άλλο ταχύτητα.–