Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

5. Η Ευχή του Παύλου




Η Ευχή του Παύλου




Ο Παυλάκης γεννήθηκε ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του χίλια εννιακόσια ογδόντα εννέα, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, που λόγο της κίνησης ποτέ δεν πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα στο νοσοκομείο.

«Στο διάολο να πάει το μαλακισμένο», είπε ο ταξιτζής την ώρα που καθάριζε το ταξί του από τα νερά, τα υγρά και τις λοιπές βρομιές της γέννας. «Που χαΐρι και προκοπή να μην έχει το μπάσταρδο», έριξε την κατάρα του στο αθώο νεογνό, που εκείνη την ώρα το ζύγιζανε στο νοσοκομείο και το βρήκανε τρία κιλά και εκατόν τριάντα γραμμάρια.

Αγνοώντας την κατάρα του ταξιτζή –και διαψεύδοντας τον–, ο μικρούλης Παυλάκης μεγάλωνε μιά σχετικά φυσιολογική ζωή, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Η μητέρα του το υπεραγαπούσε, ενώ ο πατέρας του, αν κι εν διαστάσει με την πρώην σύζυγο του, το επισκεπτότανε συχνά και του έδειχνε την αγάπη και την στοργή που χρειαζότανε.

Η οικογένειά του δεν ήταν ιδιαίτερα προσκολλημένη με την θρησκεία και την πίστη, και η εκδήλωση της θρησκευτικότητας της περιοριζότανε σε πέντε επισκέψεις στην εκκλησία τον χρόνο: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, των Φώτων, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστος. Η μητέρα του όμως, που ήταν στα νιάτα της τρελή –κι απ’ τις λίγες στην Ελλάδα τότε– χίπισσα, το εμπότιζε πυκνά συχνά με τις θεωρίας της περί μιάς ανώτερης δύναμης που διέπει τα πάντα, και πως γενικώς, ο κάθε άνθρωπος μαγνητίζει την ζωή που του αξίζει.

Όταν ήταν οχτώ χρόνων, ο Παυλάκης ευχήθηκε να πάθει ατύχημα ένας συμμαθητής του, που του έριξε κλωτσιά χωρίς λόγο· μόνο και μόνο για να πουλήσει μούρη στους συμμαθητές του. Όταν έμαθε πως μετά από λίγη ώρα, κατά την διάρκεια σκασιαρχείου, το παιδί χτυπήθηκε από αυτοκίνητο και πέθανε, ένοιωσε τρομερές ενοχές, βέβαιος πως αυτός ευθυνότανε για το ατύχημα.

Λίγους μήνες αργότερα, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών, ο κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος ξάδερφός του που παραθέριζε μαζί του, του μίλησε πρώτη φορά για το σεξ, και την αληθινή λειτουργία του πουλιού που είχε ανάμεσα στα σκέλια του. Ο Παυλάκης εξεπλάγην και τρόμαξε. Το ίδιο βράδυ έστησε καρτέρι και είδε έναν άγνωστο άνδρα να βάζει το πουλί του στο «πουτί» της μητέρας του —όπως ακριβώς του είχε πει ο ξάδερφός του. Καταράστηκε τον ανώμαλο που τολμούσε να κάνει τέτοια πράγματα στην μητέρα του, ευχόμενος να του πέσει το πουλί. Λίγες ημέρες αργότερα, όλο το μέρος βούιζε για το πάθημα του ιδιοκτήτη του κάμπινγκ, που έχασε το πουλί του από δάγκωμα λυσσασμένου σκυλού, και τις αποτυχημένες προσπάθειες των ιατρών να το επανασυγκολλήσουν. Ο Παυλάκης, για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε πως ίσως η μητέρα του να είχε δίκιο: Πως πράγματι είχε την δυνατότητα να ορίζει την ζωή του, σύμφωνα με τις επιθυμίες του.

Όταν έγινε δέκα χρόνων, ξύπνησε με χαρά το πρωί και φώναξε δυνατά από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου όπου έμενε: «Σήμερα γίνομαι δέκα χρονών! Σήμερα θα είναι η καλύτερη ’μέρα της ζωή μου!»

«Σκάσε ρε μαλακισμένο πρωί-πρωί! Που να ψοφήσεις και να μας αφήσεις ήσυχους!» φώναξε ο γείτονας του κάτω ορόφου –γνωστός για τον στριμμένο του χαρακτήρα–, που εκείνη την ώρα πότιζε τα φυτά του.

«Εσύ να ψοφήσεις καριόλη!» του φώναξε με μίσος ο Παυλάκης κοιτάζοντας προς τα κάτω. «Που να πέσει το σπίτι και να σε πλακώσει!» και μπήκε πάλι στο σπίτι. Φόρεσε ένα κοντό σορτσάκι, μια μπλούζα, πήρε και το game boy του, και βγήκε έξω για να παίξει. Το απόγευμα η μητέρα του θα του έκανε ένα μεγάλο γενέθλιο πάρτι όπου θα μαζεύονταν με τους φίλους του.

Λίγο πριν της τρεις, λίγα βήματα πριν μπει στο στην πιλοτή της πολυκατοικίας του, έγινε μεγάλος σαματάς: Η γη άρχισε να τρέμει κάτω απ’ τα πόδια του, και μιά απόκοσμη βοή στον αέρα γέμισε την ψυχή του μικρού παιδιού με τρόμό.

Αυτό που συνέβη, ονομάστηκε κατοπινά ως: Ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας του χίλια εννιακόσια ενενήντα εννιά. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο στρυφνός γείτονας, που μόλις εκείνο το μοιραίο πρωινό είχε ευχηθεί τα χειρότερα για τα δέκατα γενέθλια του μικρού Παυλάκη. Η πολυκατοικία όπου έως τότε έμενε, ήταν από τα λίγα κτίσματα που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι, παρασέρνοντας στον θάνατο πολλούς από τους ενοίκους της.

Ο Παυλάκης, ντυμένος στα μαύρα, και παρευρισκόμενος στην κηδεία της μητέρας του, συνειδητοποίησε με κλάματα, πως σαφώς αυτός και μόνον ευθυνόταν για τον θάνατό της· με την ευχή που έκανε. Κατάλαβε, πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικός στις διατυπώσεις των ευχών του, μιάς και αυτό το: «Που να πέσει το σπίτι και να σε πλακώσει!», είναι που έκανε όλη την ζημιά. Κι όχι μόνο αυτό: Ευθύνονταν και για τον θάνατο άλλων περίπου εκατό σαράντα ανθρώπων. Το βάρος στην ψυχή του μικρού παιδιού έγινε αβάσταχτο.

Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, πώς ένα τόσο καλό παιδί, σαν τον Παυλάκη, που μεγάλωσε με μία τόσο καλή μητέρα, και κατόπιν, με έναν τόσο καλό πατέρα, κατάντησε να γίνει τόσο κακό και περιθωριακό.

Στα δώδεκά του το έπιασαν να κλέβει. Στα δεκατρία να σπάει και να καταστρέφει δημόσια και ιδιωτική περιουσία, καθώς και να γράφει συνθήματα στους τοίχους όπως: «Γαμώ την τύχη σας γαμώ», «Πούστικό κισμέτ γαμιέσαι» και «Φταίω, εγώ για όλα φταίω». Στα δεκαπέντε του βίασε μία συμμαθήτριά του, που έκτοτε, χωρίς να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν, ζούσε την υπόλοιπη ζωή της κουβαλώντας το ψυχικό της τραύμα.

Την ημέρα που Παυλάκης θα γινότανε δεκαοχτώ χρόνων, η εφημερίδα έγραφε κάπου στις πίσω σελίδες: «Νεκρό περιμάζεψαν νεαρό, ηλικίας δεκαοχτώ ετών περίπου, μετά από συνθλιπτικό κάταγμα του κρανίου, από άγνωστο μέχρι τότε αντικείμενο. Γιατροί, έπειτα από εξέταση, είπαν πως στο κρανίο μέσα, βρέθηκε θραύσμα βράχου, αγνώστου μεταλλεύματος στην γη. Ταυτόχρονα, αναφορές αυτόπτων μαρτύρων, λένε πως δευτερόλεπτα προτού πέσει νεκρός ο νεαρός, μιά λάμψη φάνηκε στον ουρανό που κατέληξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κεφάλι του νεαρού.

Η αστυνομία δήλωσε πως δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο ταυτοποίησης επάνω στο πτώμα, ούτε καν δελτίο ταυτότητας. Το μόνο που βρέθηκε, ήταν ένα σημείωμα που έλεγε: «Κουράστηκα να φοβάμαι να σκέφτομαι. Να εύχομαι το καλό ή το κακό. Σήμερα θέλω να πεθάνω, με τρόπο που να μην πειράξει το παραμικρό στοιχείο πάνω στην γή. Μάλλον ζητάω πολλά απ’ τον Θεό... Αλλά δεν χάνω τίποτα να παρακαλέσω. Χάνω;»







Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

4. Ειδήσεις Από Το Μέλλον (1)




Ειδήσεις Από Το Μέλλον (1)




Καταληκτική ήταν η απόφαση του Π.Ο.Υ. (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) και του συμβουλίου των Η.Ε. (Ηνωμένων Εθνών), όσον αφορά το επιχειρησιακό μέλλον των πρόσφατα εγκαινιασμένων σε παγκόσμια εμβέλεια, Πυλών Τηλεμεταφοράς (ή γνωστότερα ως Τι-Τζί, από το αγγλικό ακρώνυμό τους, T.G: Teleportation Gates). Το όλο πρόγραμμα ακυρώνεται και διατάχθηκε η άμεση παύση της λειτουργίας των είκοσί δύο πυλών που λειτουργούσαν εδώ κι έξι μήνες σε διάφορες χώρες του κόσμου. Η Σύμπραξη των τριών κύριων εταιριών που συντέλεσαν στην ανάπτυξη και κατασκευή του όλου έργου αντέδρασαν έντονα, χαρακτηρίζοντας την απόφαση άδικη και καταχρηστική την επιβολή του τερματισμού λειτουργίας του όλου έργου.

Σε δηλώσεις του Βill Gates IV (εγγονό του Bill Gates III και ιδρυτή της εταιρίας), Προέδρου του Συμβουλίου της Microsoft, μία εκ των τριών κολοσσών που συνέπραξαν για την κατασκευή και δημιούργησε το λογισμικό για την διαχείριση των Τι-Τζι, δηλώθηκαν τα εξής: «Είναι τραγικό, έξι μήνες μετά την πανηγυρική έναρξη λειτουργίας ενός εκ των πιο φιλόδοξων εγχειρημάτων την ανθρωπότητας μετά την χαλιναγώγηση του ατόμου, οπισθοδρομικές αντιλήψεις να λειτουργούν ως τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας, που πραγματικά αποτέλεσε επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεκατρία μόλις χρόνια πριν το κατώφλι του εικοστού δεύτερου αιώνα, η δαιμονοποίηση της επιστήμης και η κακόβουλη προβολή και διαστρέβλωση ασήμαντων γεγονότων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οδήγησαν στον τερματισμό του προγράμματος των Πυλών Τηλεμεταφοράς, γνωστότερο ως πρόγραμμα Τι-Τζί. Η εταιρία μας, μαζί με τις υπόλοιπες δύο της Σύμπραξης, σκοπεύει να προβεί στις όποιες νόμιμες ενέργειες ώστε η άδικη αυτή απόφαση να ακυρωθεί. Ειδάλλως, θα ζητήσουμε αποζημίωση από τα κράτη και τους οργανισμούς, που ενώ αρχικά υποστήριξαν το όλο μας εγχείρημα, τώρα το πολεμούν. Αφού πρώτα βέβαια, οι Σύμπραξή μας δαπάνησε αστρονομικά ποσά για την μελέτη και την κατασκευή το όλου έργου».

Σύμφωνους με τις δηλώσεις του, βρίσκει ο Bill Gates IV και τους απανταχού μετόχους που επένδυσαν στις μετοχές της Σύμπραξης, οι οποίοι δηλώνουν πως η απόφαση αυτή κυριολεκτικά καταπόντισε όχι μόνο τις μετοχές της Σύμπραξης, αλλά επηρέασαν γενικότερα τα χρηματιστήρια σε παγκόσμιο επίπεδο, και κυρίως τις εταιρίες τεχνολογίας κι επιστήμης. Τα διαφυγόντα κέρδη υπολογίζονται σε αστρονομικά ποσά, λένε ειδικοί μελετητές και οικονομολόγοι.

Αξιοσημείωτη όμως, είναι και μία δήλωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής εταιρίας Zeon Technologies, δεύτερου μετόχου της Σύμπραξης, που με έμμεσο τρόπο φαίνεται να κατηγορεί την Microsoft για την όλη ζημιά, αναφέροντας πως για την αποτυχία του όλου εγχειρήματος ευθύνεται αποκλείστηκα το λογισμικό, κι όχι οι υποδομές του έργου, που κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από την Zeon Technologies.

Μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος της εταιρίας, Peter Koning, δήλωσε: «Λυπητερό το γεγονός της απόφασης του Π.Ο.Υ. και των Η.Ε., για τον τερματισμό του προγράμματος της Σύμπραξης και της λειτουργίας των πρώτων Τι-Τζί. Το έργο αυτό που έφερε επανάσταση στις μεταφορές μη οργανικών υλικών, επιτρέποντας την άμεση τηλεμεταφορά μεγάλων ποσοτήτων υλών από την μία μεριά της γης στην άλλη σε μηδενικό χρόνο, έλιξε άδοξα λόγο λάθος χειρισμών στην σχεδίαση και ανάπτυξη ενός έργου που κόστισε τρισεκατομμύρια Ευρώ. Η Σύμπραξη βέβαια, θα κινηθεί προς όλες τις νόμιμες κατευθύνσεις, ώστε να βρεθεί μία συμβιβαστική λύση με τον Π.Ο.Υ. και σύντομα οι Πύλες να ενεργοποιηθούν ξανά. Ήδη στελέχη της εταιρίας μας βρίσκονται σε άμεσες διαβουλεύσεις με την Microsoft, για να βρεθεί και να βελτιωθεί ο κώδικας του προγράμματος διαχείρισης των Πυλών, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούνε παρόμοιες τραγωδίες όπως αυτή που συνέβη στην Σαγκάη πριν από περίπου έναν μήνα [...]».

Τί δήλωσε όμως για το όλο θέμα κι ο τρίτος εταίρος της Σύμπραξης, ο Ε.Σ. (Ευρωατλαντικός Στρατός), μέσω του εκπροσώπου τύπου του, σχετικά με τον τερματισμό, αλλά και τις δηλώσεις των Προέδρων των δύο εταιριών; Σε μία σύντομη δήλωση στα μέσα ανέφερε τα εξής: «Όπως θα γνωρίζεται, μετά τις επαναστατικές ανακαλύψεις σχετικά με τον χωροχρόνο και τους τρόπους με τον οποίον μπορεί να δαμαστεί από την ανθρώπινη τεχνολογία, του Δρ. Ian Mc Neal και του επιτελείου του στις αρχές του 2060 μ.Χ., δύο εταιρίες, η πρόσφατα επαναϊδρυθείσα Microsoft Corporation και Zeon Technologies, συνέπραξαν με τον Ε.Σ. για την υλοποίηση του σχεδίου Τι-Τζί που όπως αναμενόταν, μέσα σε έξι μόνο μήνες, έφερε επανάσταση στον τρόπο που ο άνθρωπος διαχειρίζεται και μεταφέρει τις πρώτες ύλες ανά την υφήλιο.

»Δυστιχώς όμως, όπως σωστά ανέφερε κι ο κος Peter Koning της Zeon Technologies, προβλήματα, προφανώς στο λογισμικό, επέτρεψαν και την τηλεμεταφορά οργανικών στοιχείων, που συντέλεσαν στην καταστροφή της πόλης της Σαγκάης στην Κινεζική Ομοσπονδία, προκαλώντας τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων και επιφέροντας χάος στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές. Παρ’ όλα αυτά, ο Ε.Σ., σεβόμενος τις αποφάσεις του Π.Ο.Υ. και των Η.Ε., συμφωνεί στον προσωρινό τερματισμό του όλου εγχειρήματος, και αφού πράξει μαζί με τις δύο εταιρίες της Σύμπραξης τα δέοντα, θα φέρει το θέμα για επανεξέταση στους δύο παγκόσμιους οργανισμούς. Ευελπιστούμε πως σύντομα αυτό το, πραγματικά τραγικό, περιστατικό που συνέβη στην Κινεζική Ομοσπονδία, θα είναι το πρώτο και τελευταίο που συνέβη εξαιτίας των Τι-Τζί.» Παρ’ ό,τι τέθηκαν πολλές ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους, ο εκπρόσωπος αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε άλλη δήλωση.

Ο Πρόεδρος του Π.Ο.Υ. δήλωσε βγαίνοντας από το κτήριο των Ηνωμένων Εθνών μετά της λήψη της απόφασης: «Η απόφαση μπορεί να είναι σκληρή για την Σύμπραξη, αλλά ακόμη πιο σκληρή ήταν η μοίρα που επιφυλάχθηκε για ογδόντα εκατομμύρια συνανθρώπους μας στην Κινεζική Ομοσπονδία. Όπως θα γνωρίζεται βέβαια, η Σύμπραξη δήλωσε ξεκάθαρα στην εκκίνηση των λειτουργιών της, πως οι Πύλες μπορούσαν μόνο, και θα μετέφεραν μόνο μη ζωικά υλικά. Κι αυτό γιατί, όπως δηλώνουν οι επιστήμονες, η παρούσα τεχνολογική ισχύς των υπολογιστών δεν επιτρέπει τον συντονισμό τηλεμεταφοράς ζωντανών οργανισμών μέσα από τις Πύλες. Διαβεβαίωσαν τον Π.Ο.Υ. πως η μεταφορά ζωικού οργανισμού ήταν αδύνατη, όχι μόνο λόγο της φύσης των Πυλών, αλλά και λόγω του λογισμικού λειτουργίας των, που αυτομάτως ακύρωνε την όποια μεταφορά, έστω και κατά λάθος, ζωικού οργανισμού.

»Να όμως που οι όποιες δηλώσεις των διεψεύσθησαν με τρόπο λυπητερό και καταστροφικό. Οι Πύλη υπ’ αριθμόν δώδεκα, που βρίσκεται στο Κονγκό της Αφρικής, τηλεμετέφερε στις 14/6/2087 ένα μεγάλο φορτίου σιδήρου στην Πύλη έξι, που βρίσκετε στα πέριξ της πόλης της Σαγκάης της Κίνας, μιάς πόλης που αριθμούσε σαράντα επτά εκατομμύρια ανθρώπους. Για κάποιον φριχτό, άγνωστο λόγο, για τον οποίον δεν έχουμε λάβει καμία ικανοποιητική απάντηση από την Σύμπραξη, τηλεμεταφέρθηκε ανάμεσα στο φορτίο κι ένα στέλεχος του άκρως θανατηφόρου ιού Έμπολα. Όπως είναι γνωστό, το φορτίο μεταφέρθηκε στην Βιομηχανική Περιοχή της πόλης, όπου και διανεμήθηκε ανάμεσα σε πολλά εργοστάσια και βιοτεχνίες.

»Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε πλέον όλοι: Ο θάνατος ογδόντα εκατομμυρίων περίπου ανθρώπων μέσα σε μία εβδομάδα. Η Κινεζική Ομοσπονδία έχει τεθεί σε παγκόσμια καραντίνα για τους επόμενους έξι μήνες, με τρομαχτικές επιπτώσεις στην οικονομία αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης δύο δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Επίσης, την καταστροφή για χιλιάδες χρόνια της περιοχής της Σαγκάης, μετά τον βομβαρδισμό με πυρηνικές βόμβες Ναπάλμ, προκειμένου να εξαερωθεί κάθε ζώντας οργανισμός, μολυσμένος ή μη, σε ακτίνα εκατόν είκοσι χιλιομέτρων.

»Κατόπιν όλων αυτών, η μόνη λογική πράξη που απέμενε στον Π.Ο.Υ. με την συνδρομή και των Η.Ε. ήταν να διαταχθεί η άμεση παύση του προγράμματος των Τι-Τζί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτονόητο είναι πως και η προγραμματισμένη κατασκευή Πύλης που θα ενώνει την Γη με την βάση στην Σελήνη, έχει ακυρωθεί κι απαγορευθεί αυστηρώς. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε, είναι να μολυνθεί η Σελήνη κατά λάθος από κάποιον τόσο επικίνδυνο ιό σαν τον Έμπολα, και μάλιστα τώρα που βρίσκεται σε φάση πειραματικής γεωποίησης».

Σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την απόφαση για ενίσχυση της Κινεζικής Ομοσπονδίας με οικονομική και υλική βοήθεια από τα Η.Ε, και την πιθανή επιβολή βαρύτατου προστίμου στην Σύμπραξη, ο Πρόεδρος δήλωσε: «Τα χρήματα και τα υλικά αγαθά που θα δοθούν στην Κινεζική Ομοσπονδία προκειμένου να μην καταρρεύσει η οικονομία της, συμπαρασύροντας μαζί της και την παγκόσμια οικονομία γενικότερα, έχουν ήδη βρεθεί και δεσμευτεί. Τώρα, αν σκοπεύουν τα Η.Ε. ή χώρες μεμονωμένα, να κινηθούν νομικά κατά της Σύμπραξης για διεκδίκηση αποζημιώσεων, είναι κάτι που δεν γνωρίζω και δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω».

Κατόπιν όλων αυτών, αβέβαιο κρίνεται το μέλλον της Σύμπραξης και του φιλόδοξου σχεδίου της για την δημιουργία ενός διευρυμένου συστήματος Πυλών που να απλώνεται σε όλο το ηλιακό σύστημα, επιτρέποντας έτσι την ταχύτατη διακίνηση υλικών αγαθών, όχι μόνο ανά την υφήλιο, αλλά και διαπλανητικά. Τα κέρδη της Σύμπραξης προβλέπονταν τεράστια, μιάς και θα συγκέντρωνε στα χέρια της σχεδόν ολόκληρο το παγκόσμιο εμπόριο πρωτογενών υλικών, καταργώντας έτσι κάθε παραδοσιακό μέσο μεταφοράς των. Επίσης, άγνωστο παραμένει το εάν η αρνητική τροπή των γεγονότων αυτών, θα αποτελέσει τροχοπέδη στην έρευνα για επίτευξη τηλεμεταφοράς και έμβιας ύλης. Θυμίζουμε ότι προ δύο μηνών, εργαστήρια είχαν δηλώσει πως είχαν καταφέρει να τηλεμεταφέρουν, υπό ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, απλές μορφές ζωής όπως πλανκτόν και φύκια.

Ένα είναι βέβαιο. Πως η Σύμπραξη, και το γενικότερο φιλόδοξο σχέδιο της ανθρωπότητας σχετικά με το θέμα της τηλεμεταφοράς, πάει πάλι πίσω στο στάδιο της επιστημονικής φαντασίας του προηγούμενου αιώνος, όπου διάσημοι τότε συγγραφείς, οραματίζονταν μία ανθρωπότητα που θα κινούνταν μέσα από χωροχρονικές πύλες σε τεράστιες αποστάσεις σε μηδενικό χρόνο. Ειρωνεία ίσως αποτελεί το γεγονός, πως ακόμη κι εκείνο τον καιρό, διάφορα βιβλία και ταινίες (μίας εκ των οποίον η γνωστότερη τιτλοφορείται: «Η Μύγα») ασχολήθηκαν με τις πιθανές επιπτώσεις, όσον αφορά την έλλειψη ασφάλειας στις τηλεμεταφορές, και τα πιθανά, τραγικά αποτελέσματά της. Σίγουρα όμως, ουδείς θα πίστευε ποτέ, πως μία καταστροφή σαν κι αυτή που βιώσαμε προσφάτως, θα λάμβανε ποτέ χώρα.–







Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

3. Ο Κωσταντής Και Το Πολυτεχνείο




Γράφτηκαν & Ειπώθηκαν...


«Πρόκειται για μια μοναδική μαρτυρία που υποδηλώνει ξεκάθαρα τον σημαντικότατο ρόλο των ομοφυλόφιλων ανδρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 στην Ελλάδα. Ένα ντοκουμέντο που αξίζει να διασωθεί».

- The Gayville Times Gazette


«Ένα αριστούργημα, μια ιστορική νουβέλα από τον μεγάλο συγγραφέα των μεγάλων επιτυχιών, Ναυτίλου-του-Διαδικτύου, που για άλλη μια φορά μας συνεπαίρνει και μας συγκινεί με την μοναδικότητα της γραφής του».

- Queer As I Am Magazine


«Πρόκειται για ένα βδελυρό κείμενο που ξεφτιλίζει και αμαυρώνει την ηρωική αντίσταση της περήφανης Ελληνικής Νεολαίας. Ο συγγραφέας αποτελεί μίασμα για την κλεινή ελληνική ιστορία και παράδοση. Η δικαιοσύνη οφείλει να επέμβει τάχιστα και δυναμικά για την πάταξη τέτοιων φαινομένων».

- Φιλλίμων Ευπατρίδης,
Βουλευτής ΛΑ.Ο.Σ (Λαϊκός Ορθόδοξος Σκοταδισμός)




Ο Κωσταντής Και Το Πολυτεχνείο




Ο Κωσταντής ξύπνησε από της φωνές της κυρά Νίτσας, της γειτόνισσας, που τσίριζε κυριολεκτικά στην κουζίνα της μητέρας του, βρίζοντας και ρίχνοντας κατάρες, για αυτά που συνέβαιναν στην κοινωνία σήμερα.

«Μα επιτέλους κυρά Ευτέρπη μου! Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτό το πράγμα. Δεν είναι δυνατών εν έτη 1973 να γίνονται τέτοια πράγματα. Οι φοιτητές έχουν πραγματικά ξεσαλώσει! Είναι η τρίτη φορά που πιάνω τον Νώντα μου στο κρεβάτι με ένα τσουλάκι –συγχώρα με Θεέ μου!–, που σπουδάζει στην Νομική. Τι δουλειά έχεις τέτοια ώρα βρε παλιογύναιο με τον άνδρα μου στο κρεβάτί μας, την ρωτάω. Και τι μου απαντάει κυρά Ευτέρπη μου, εγώ θα σου πω! Έχουμε κατάληψη και δεν είχα που να πάω. Ακούς;! Ακούς κυρά Ευτέρπη μου; Θράσος που το έχουν οι νέοι σήμερα. Έχουν κατάληψη, λέει! Δεν είχε που να πάει και καπάρωσε τον Νώντα μου. Μωρέ καλά το λέει ο Παπαδόπουλος –να αγιάσει ο στόμας του!– ότι έχουμε πάρει τον κάτω δρόμο. Και να με θυμάσαι κυρά Ευτέρπη μου, για όλα φταίνε αυτοί οι κομμουνιστές –που κακό χρόνο να ’χουν!»

«Ηρέμησε βρε Νίτσα μου», της απαντάει ήρεμα η κυρά Ευτέρπη, «ηρέμησε και μη μου συγχύζεσαι. Δεν είναι όλοι οι νέοι κακοί και διεφθαρμένοι από τας κομμουνιστάς· υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.»

Εκείνη την ώρα, ο Κωσταντής αγουροξυπνημένος, πέρασε από την κουζίνα φορώντας μοναχά το λευκό σλιπάκι του, μουρμούρισε μια καλημέρα, μπήκε στον καμπινέ κι έκλεισε την πόρτα. Δευτερόλεπτα μετά ακουγόταν ο ήχος απ’ το κάτουρο που έπεφτε μεσ’ την χέστρα.

«Σαν τον Κωσταντή μου καλή ώρα. Ξύπνησε το πουλάκι μου», συμπλήρωσε η κυρά Ευτέρπη.

«Εμ βέβαια κυρά Ευτέρπη μου», απάντησε με κεκαλυμμένη ζήλια η κυρά Νίτσα, που από καιρό της γυάλιζε το εικοσάχρονο πουλάρι της γειτόνισσας, «πράγματι είσαι πολύ τυχερή. Παλικάρια σαν τον γιο σου έχουν μείνει λίγα πια τη σήμερον ημέρα. Ο Θεός να το ’χει καλά το πουλί μου. Αλλά το μεγάλωσες κι εσύ σωστά κυρά Ευτέρπη μου –χριστιανικά! Του έδωσες τρόπους και ήθος, το πρόσεχες και δε το άφικες να μπλέξει με κακές παρέες. Ακόμη θυμούμαι πως πήρες στο κυνήγι τον φίλο του στο δημοτικό, τον γιο του παπουτσή του κομμουνιστή, και του κοπάνισες την πέτρα στο κεφάλι και του τ’ άνοιξες, όταν έμαθες τη κουμάσι ήταν ο πατέρας του. Θυμάσαι μωρή;» Κι έσκασαν στα γέλια κι οι δυο τους να γελάνε σα χαζές.

Ακούστηκε ο ήχος από το καζανάκι κι ο Κωσταντής βρέθηκε πάλι στην κουζίνα. Για άλλη μια φορά το μάτι της κυρά Νίτσας, έπεσε –τυχαία– στο μεγάλο φούσκωμα μπροστά στο σλιπ του παλικαριού, κι άστραψε το μάτι της.

«Σε ξυπνήσαμε παλικάρι μου;» ρώτησε δήθεν από ενδιαφέρον η κυρά Νίτσα.
«Μπα όχι, θα σηκωνόμουνα έτσι κι αλλιώς για να πάω στην σχολή να δω τι γίνεται», απάντησε αυτός αδιάφορα.
«Τι να γίνεται πουλί μου, κλειστό είναι ακόμα. Το φρουρούνε οι αστυνόμοι μη τυχών και μπούνε πάλι αυτοί οι κομμουνιστές και το βεβηλώσουνε πάλι –που κακό χρόνο να ’χουνε.»
«Θα πιεις καφέ αγόρι μου;» ρώτησε η μητέρα του.
«Μπά όχι μωρέ μάνα, θα πάω κάτω γιατί έχω ανησυχήσει. Κάτι λένε πως θα μας κόψουν ολωνών μας τις αναβολές, γιατί δημιουργούμε λέει επεισόδια. Κατάλαβες μανούλα μου. Ζημιά θα μας κάμουν αυτοί οι κομμουνιστές—»
«Που κακό χρόνο να ’χουν!» διέκοψε η κυρά Νίτσα.
«Πάω να ντυθώ», συνέχισε αυτός, αδιαφορώντας για το σχόλιο της γειτόνισσας, και μπήκε στο δωμάτιο του.

Φόρεσε παντελόνι και παπούτσια, έβαλε φανελάκι κι άσπρο πουκάμισο, φόρεσε από πάνω κι ένα γιλέκο· Νοέμβριος μήνας ήτανε, κι όσο να ’ναι έχει λίγο κρύο και θέλει προσοχή. Πήρε τα κλειδιά από το κομοδίνο, χαιρέτισε βιαστικά τη μητέρα και βγήκε βιαστικά-βιαστικά, προλαβαίνοντας να ακούσει μονάχα λίγες λέξεις από αυτά που του φώναξε η μητέρα του: «... σέχεις γιατί είναι επικίνδ...». Κατέβηκε τα σκαλιά χοροπηδώντας, και βγήκε έξω από την πολυκατοικία.

Σταμάτησε στο περίπτερο κι αγόρασε μερικά τσιγάρα χύμα, σπίρτα και μια εφημερίδα. Άναψε ένα τσιγάρο και έριξε μια βιαστική ματιά στην πρώτη σελίδα που έγραφε: «Η κυβερνησήν εδήλωσεν πως εχθές, μια μικρή ομάς αναρχικών, παραβίασεν τον κλοιό της αστυνομίας και εισέβαλε δια άλλη μιαν φοράν εις τον χώρον της Πολυτεχνικής σχολής, βεβηλώνοντας τον χώρον κι εμποδίζοντας έτσι την ομαλήν λειτουργίαν της σχολής.»
Δεν διάβασε άλλο. Έκανε έναν μορφασμό αηδίας, τσαλάκωσε την εφημερίδα και με έντονο βήμα άρχισε να περπατάει προς την Πατησίων. Σε μία ώρα έβλεπε από μακριά το κτήριο της Πολυτεχνικής σχολής. Είδε αρκετούς αστυνομικούς συγκεντρωμένους σε ομάδες, που κοιτούσαν με μάτι γυάλινο από μίσος, αλλά και άγχος, μην έχοντας σαφείς εντολές για το πώς να αντιμετωπίσουν την κατάσταση· δεν υπήρχαν ακόμη εντολές από τα ανώτερα κλιμάκια.

Αν εξαιρεθούν τα έντονα βλέμματα των οργάνων της τάξεως, ο Κωσταντής δεν συνάντησε ιδιαίτερη αντίσταση και με ευκολία βρέθηκε σε μια γωνιά από την πίσω μεριά, όπου σκαρφάλωσε τον τοίχο και μπήκε μέσα στον χώρο της σχολής. Εκεί τον υποδέχτηκαν με χαρά αρκετοί από τους συσπουδαστές του που ανέλαβαν να τον ενημερώσουν για τα μέχρι τώρα τεκταινόμενα, αφού πρώτα τους μοίρασε τα τσιγάρα του και σκίσανε με λύσσα την εφημερίδα που είχε μόλις πριν λίγο αγοράσει.

Η μέρα κυλούσε έντονα, με όλο και περισσότερα παιδιά να καταφθάνουν, ενώ περαστικοί, περπατούσαν στον δρόμο με έντονο βήμα κι εκτόξευαν πάνω από τα κάγκελα σακούλες με τρόφιμα, νερό, τσιγάρα κι άλλα είδη ανάγκης για τα παιδιά. Κατά το μεσημέρι ανακοινώθηκε στο προαύλιο πως ο Κώστας ο Κουρκουμπέτης μαζί με άλλα παιδιά από το τμήμα ηλεκτρολόγων, είχαν καταφέρει να κατασκευάσουν και να βάλουν σε λειτουργία ένα πομπό, και πως εξέπεμπαν στην Αθήνα. Σύντομα, το νέο είχε εξαπλωθεί, και αρκετοί πια στην πρωτεύουσα μάθαιναν τα τεκταινόμενα, συντονισμένοι στους χιλίους πενήντα χιλιόκυκλους. Ο Κωσταντής χαιρότανε μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά το μυαλό του ταξίδευε αλλού.

Ο παιδικός του φίλος, ναι, αυτός που η μάνα του, του είχε ανοίξει το κεφάλι με εκείνη την γαμημένη κοτρόνα, που του τη σβούριξε πα’ στο κεφάλι χωρίς κανέναν λόγο, μπροστά σε όλο το σχολείο· εκείνον που αργότερα θα βρει ξανά μπροστά του, συμμαθητή στο πρώτο έτος της σχολής, αυτόν που τώρα είναι το νούμερο ένα πρόσωπο στην ζωή του. Αυτόν, που τον περίμενε με αγωνία, αλλά δεν είχε δώσει σημάδια ζωής, και σύντομα θα βράδιαζε. Όσο κατέβαινε ο ήλιος, τόσο μαύριζε κι η ψυχή του Κωσταντή.

Βρέθηκαν τυχαία. Στην αρχή δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του έκανε εντύπωση η οικειότητα που του έδειχνε αυτός ο συμμαθητής. Όταν μπήκε μέσα στην τάξη πρώτη φορά, κοίταξε προς το μέρος του, έσκασε ένα χαμόγελο κι έκατσε αμέσως δίπλα του.

Ήταν όμορφο παλικάρι. Ψηλό δεν θα τον έλεγες, μα είχε ωραίο σώμα· καμαρωτό. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, κουρεμένα κοντά, σε αντίθεση με κάποιους άλλους που τα είχαν μακριά κι ατημέλητα, και κυκλοφορούσαν αξύριστοι. Ήταν Οκτώβρης μήνας κι είχε ζέστη, και το πουκάμισο του είχε ξεκούμπωτο το πάνω κουμπί, αποκαλύπτοντας ένα στέρνο γεμάτο πνοή· με μια καρδιά να χτυπά από κάτω, με δίψα για ζωή.

Του συστήθηκε· δεν συγκράτησε το όνομα. Του συστήθηκε κι αυτός, και ο άλλος ανταπάντησε πως ήξερε ποιος είναι. Ρώτησε πώς, και του αποκαλύφθηκε. Τότε χαμογέλασε, γέλασε, θυμήθηκε και ντράπηκε –σώπασε.
Μα ο άλλος του είπε πως δεν πειράζει. Πως ήταν παιδιά και πως δεν φταίει ούτε εκείνος για την συμπεριφορά της μητέρας του, ούτε κι αυτός που δεν την παράκουσε και τον έβγαλε από την παρέα του.

Η πρώτη χρονιά πέρασε, με μερικά απρόοπτα, μιας και οι καιροί ήταν περίεργοι, και δύσκολοι. Όμως ο έρωτας φούντωνε ανάμεσα στους δύο νέους, που όσο περνούσε ο καιρός, τόσο δένονταν μεταξύ τους. Ως που το καλοκαίρι που πέρασε, ενώθηκαν και μοιράσθηκαν τα κορμιά αναμεταξύ τους και έδεσαν για πάντα με όρκους της ζωές τους.

Ο ένας, αστός, γιος μιας κλασσικής οικογένειας Γκάγκαρων, που είχαν από καιρό ξεπέσει όμως και ζούσαν απλοϊκά, με μητέρα οικοκυρά και πατέρα δημόσιο υπάλληλο στην δημαρχία.
Ο άλλος, γιος μεταναστών από την Μακεδονία, από τον καιρό του εμφυλίου. Στιγματισμένος με την βούλα του παππού αγωνιστή στη ΕΑΜ. Το πώς κατάφερε να περάσει στη σχολή, παρέμενε μυστήριο.
Συχνά μάλωναν. Ο ένας είχε μάθει να είναι υποτακτικός, φιλήσυχος· ο άλλος να μάχεται, να αγωνίζεται, να παλεύει για ένα ιδανικό, για ένα μέλλον που το θεωρούσε καλύτερο. Μα ο έρωτας τους μόνιαζε πάντα στο τέλος κι όσο περνούσε ο καιρός, μάθαινε ο ένας τον άλλον.

Μπήκε το φθινόπωρο του εβδομήντα τρία. Δευτεροετείς κι οι δυό τους, με καλούς βαθμούς και όνειρα για το μέλλον. Ο Κωσταντής βαθιά επηρεασμένος από τους λόγους, τα πιστεύω και τα ιδανικά του αγαπημένου του, ασπάστηκε το πεπρωμένο της ηλικίας του. Αυτό του κάθε φυσιολογικού νέου, που αντιστέκεται, σε κάθε τι που του στερεί το οξυγόνο του· την ελευθερία.
Οι νέοι βρίσκονταν σε αναβρασμό· ακούγονταν και λέγονταν πολλά. Είχαν προηγηθεί και τα επεισόδια τον Φεβρουάριο, καθώς και τα επακόλουθα του νόμου 1374, που προέβλεπε την διακοπή αναβολών και την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών που ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση.
Ο Κωσταντής κι ο αγαπημένος του είχαν έντονη συνδικαλιστική δράση, αλλά δεν είχαν ακόμη εντοπιστεί από το κράτος. Γνώριζαν όμως πως δεν θα αργούσε η σειρά τους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο Κωσταντής περίμενε με αγωνία τον αγαπημένο του.

Είχε σχεδόν βραδιάσει, όταν επιτέλους φάνηκε ο καλός του. Έδειχνε κουρασμένος και λίγο ταλαιπωρημένος, αλλά μόλις είδε τον Κωσταντή, έλαμψε το πρόσωπο του ολόκληρο από χαρά. Αγκαλιαστήκανε και γελάσανε δυνατά. Λίγο αργότερα, σε μια σκοτεινή γωνιά, ανταλλάξανε μερικά φιλιά και χάδια, για να παρηγορηθούν και να πάρουν κουράγιο. Περάσανε την νύχτα σχεδόν άυπνοι. Ο χώρος του Πολυτεχνείου είχε γεμίσει με νέους και νέες, αλλά και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, απ’ όλα τα επαγγέλματα. Ήταν εκεί, διεκδικώντας το για χρόνια στερημένο δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας.

Ξημέρωσε η δεκάτη έκτη Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή. Η Αθήνα ολόκληρη καζάνι που έβραζε. Ο χώρος στη Σχολή ήταν ασφυκτικά γεμάτος με κόσμο. Πανό με συνθήματα κρέμονταν από τους τοίχους και τα κάγκελα. «Ψωμί, παιδία, ελευθερία», «20% για την παιδεία», «Ελευθερία» γράφανε τα περισσότερα. Στους δρόμους γύρο από το Πολυτεχνείο, δεκάδες χιλιάδες κόσμου περνούσε και υποστήριζε τους αγωνιστές με όποιο τρόπο μπορούσαν. Άλλοι με φαγητά, νερά, χρήματα, άλλοι φωνάζοντας δυνατά, άλλοι απλώς με το να βρίσκονται εκεί. Προς το μεσημέρι η κατάσταση είχε φύγει εκτός ελέγχου, κι είναι τότε που η δικτατορία ξύπνησε από τον λήθαργο και αποφάσισε την έκτακτη λήψη μέτρων.

Με εντολή επεμβαίνει πια ο στρατός. Τρία άρματα καταλαμβάνουν θέση απέναντι από την είσοδο της Σχολής, αφού πρώτα οι δυνάμεις της εξουσίας διαλύουν βίαια το πλήθος και συλλαμβάνουν αρκετούς πολίτες οι οποίοι θα υποφέρουν αργότερα στα κολαστήρια της ασφάλειας. Η Χούντα απευθύνει τελεσίγραφο στους καταληψίες φοιτητές για άμεση παράδοση, και απορρίπτει κάθε πρόταση για διαπραγματεύσεις. Οι νέοι μένουν ασάλευτοι, ταμπουρωμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο, να συνεχίζουν να φωνάζουν δυναμικά πως θέλουν ελευθερία.

Ο Κωσταντής δεν αποτελεί εξαίρεση. Μαζί με φίλους, συναγωνιστές κι αγαπημένους, φωνάζουν· φωνάζουν όλη μέρα, ώσπου τους βρίσκει το βράδυ. Ο δρόμος πλέον είναι έρημος από κόσμο. Υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας στην περιοχή και μόνο στρατός κι αστυνομία υπάρχει έξω.
Μέσα οι φοιτητές περιμένουν καρτερικά. Το νεαρών της ηλικίας δεν τους βάζει σε σκέψεις γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Ο σταθμός εκπέμπει κανονικά, απευθυνόμενος όμως και στους στρατιώτες που βρίσκονται απ’ έξω.

«Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι. Στρατιώτες, είστε αδέλφια μας», φωνάζουν από τον σταθμό, μα η έκκληση θα πέσει σε βουλωμένα αυτιά. Τα περισσότερα παιδιά είναι κουρασμένα και είναι καθισμένα κάτω, μέσα κι έξω από το κτήριο, συζητώντας και ελπίζοντας για το αύριο. Αρκετοί όμως παραμένουν στα κάγκελα και φωνάζουν με όση δύναμη ψυχής του έχει απομείνει. Είναι αποκλεισμένοι και το γνωρίζουν.

Ο Κωσταντής είναι ξαπλωμένος κοντά στα σκαλιά με την πλάτη του να ακουμπάει στον τοίχο. Έχει τον αγαπημένο του ξαπλωμένο στην αγκαλιά του, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την μέση του. Μιλάνε και με τα άλλα παιδιά που βρίσκονται κοντά. Μια κοπέλα ξεσπάει σε κλάματα. Δεν την αποπαίρνουν· αντιθέτως όλοι την παρηγορούν και της δίνουν κουράγιο. Θέλει κουράγιο αυτή η νύχτα.

Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Υπερβολική ησυχία από την έξω μεριά του προαυλίου. Ξέρουν πως είναι η σιωπή πριν την καταιγίδα. Την περιμένουν να έρθει καρτερικά και δεν μετανιώνουν. Ακούνε στο τρανζιστοράκι τον σταθμό και παίρνουν κουράγιο. Έχουν φωνή, σκέφτονται.

Λίγο πριν της τρεις υπάρχει κίνηση έξω από της πύλες. Φώτα προσελκύουν την προσοχή τους. Κάτι θα συμβεί, και θα συμβεί γρήγορα. Ο Κωσταντής μαζί με τον αγαπημένο του τραβάνε κατά την είσοδο, μαζί με πλήθος που με περιέργεια προσπαθεί να μάθει τι γίνεται. Καταφέρνουν με κόπο να σκαρφαλώσουν στα κάγκελα. Έξω υπάρχει αστυνομία και στρατός και δείχνουν ανυπόμονοι. Εκτοξεύουν βρισιές, απειλές και κατάρες στα παιδιά που ανταπαντούν με συνθήματα και κοροϊδίες. Μια τελευταία προειδοποίηση που πέφτει στο κενό. Η εντολή δόθηκε.

Το τανκ με ταχύτητα κατευθύνεται προς την μεγάλη σιδερένια πύλη. Μερικοί πηδάνε από τα κάγκελα και οπισθοχωρούν· άλλοι μένουν μην πιστεύοντας πως δεν θα τολμήσουν να κινηθούν τόσο δειλά. Σε δευτερόλεπτα ακούγεται ο ήχος από μέταλλο που προσκρούει σε μέταλλο. Φωνές, ήχοι μηχανής που λιώνει κορμιά ανθρώπων· κυρίως λειώνει όνειρα και συνειδήσεις καθώς σφάζει την αθωότητα.

Τα πάντα εξελίσσονται πολύ γρήγορα. Από την σπασμένη πύλη ορμάνε ορδές αγριεμένων ανδρών, τυφλωμένων από προπαγάνδα και μίσος. Με κλομπ, γροθιές, κλωτσιές και πιστόλια σπέρνουν τον όλεθρο. Αλαφιασμένοι οι νεολαίοι τρέχουν να σωθούν. Τρέχουν κόντρα στο ρεύμα, προσπαθούν να βγουν από την πύλη, μα εκεί καραδοκεί η τάξη και με αίμα τους σέρνουν στις κλούβες.
Στο προαύλιο επικρατεί πανδαιμόνιο. Τρέχουν μέσα στα κτήρια, τρέχουν προς τον αντίθετο τοίχο, αρχίζουν να πηδούν όσοι κι όπως μπορούνε. Μα κι εκεί τους περιμένουν οργανωμένοι και με μεθοδευμένη αγριότητα βάφουν τον δρόμο με αίμα και γεμίζουν κλούβες.

Ο Κωσταντής τρέχει, βλέπει τον αγαπημένο του να τρέχει πίσω του. Με ορμή πηδάει τον τοίχο. Αμέσως νιώθει χτυπήματα σε όλο του σώμα. Τον βρίζουν, τον χτυπούν. Παρακαλάει ο αγαπημένος του να μην πηδήξει τον τοίχο, να γλιτώσει από το μαρτύριο, την σύλληψη. Καταφέρνει να ξεφύγει από την άρπαγα ενός και αρχίζει να τρέχει. Ακούει φωνές. Από παντού ακούγονται φωνές, ήχος από κροτίδες που σκάνε, σφαίρες από όπλα! Τον κυνηγούνε· το ξέρει, το νιώθει! Όπως τρέχει ο κρύος αέρας που τον φυσάει στο πρόσωπο τον αφυπνίζει. Κάθε κύτταρο του σώματος του είναι σε υπερδιέγερση, μιας και ξέρει καλά πως τώρα τρέχει, αγωνίζεται για την ζωή του.

Μπαίνει σε ένα στενό, τα βήματα που τον ακολουθούν ακούγονται αδύναμα και λίγα. Θα τα καταφέρει, αρχίζει να το πιστεύει. Τρέχει και τρέχει και νιώθει χαρούμενος που ο αέρας του χαϊδεύει τα μαλλιά. Τρέχει, ώσπου νιώθει ένα ζεστό αίσθημα στο δεξί του χέρι. Δεν είναι πόνος· είναι ένα έντονο κάψιμο στο μπράτσο του. Εξακολουθεί να τρέχει.
Σε μερικά σημεία υπάρχουν αστυνόμοι που φωτίζουν με φακούς και του φωνάζουν να σταματήσει αμέσως. Τους αγνοεί και τρέχει. Τα πνευμόνια του πονάνε, όλο το στήθος τον τσιμπάει σε κάθε αναπνοή. Νιώθει σιγά-σιγά τα πόδια του να σταματάνε και να κόβει ταχύτητα. Νιώθει σα να ζαλίζεται λίγο, για είναι εντύπωση του; Τώρα πια δεν τρέχει· περπατάει με γρήγορο βηματισμό, τρεκλίζει και λίγο. Πιάνει το δεξί του μπράτσο με το αριστερό του χέρι και το νιώθει μουσκεμένο. Κοιτάζει την ανοιγμένη παλάμη μου είναι κατακόκκινη από αίμα. «Σφαίρα» σκέφτεται, «έφαγα σφαίρα!».

Δεν τρέχει πια, τώρα απλά περπατάει αργά· προκλητικά νωχελικά. Βορά κάθε οργάνου που θα τον εντοπίσει και θα μπορέσει να τον συλλάβει αμέσως. Το στέρνο του ανεβοκατεβαίνει με γρήγορες κινήσεις και η αναπνοή του σφυρίζει· νιώθει την καρδιά του στο στήθος να χτυπάει δυνατά και γρήγορα.

Κοιτάζει τριγύρω του προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται. Είναι σε κάποιο σκοτεινό στενό· δεν ξέρει που. Ακούγεται βόμβος και φασαρία, αλλά είναι σαν να είναι κάπου πολύ μακριά. Νιώθει παράξενα, μουδιασμένα. Ξέρει πως ο χάρος του χτύπησε φιλικά την πλάτη και προσπέρασε. Έχει παραλύσει. Νιώθει μεγάλη κούραση και το τραύμα στο μπράτσο αρχίζει να τον πονάει· σε κάθε εκπνοή όλο και περισσότερο. Κάνει μερικά βήματα και αφήνεται να πέσει στο κεφαλόσκαλο ενός σπιτιού και ακουμπάει στην πόρτα. Χτυπά την πόρτα με όση δύναμη του έχει απομείνει και φωνάζει βοήθεια· η φωνή βγαίνει ψιθυριστή, και το χτύπημα είναι αδύναμο. Είναι κουρασμένος. Νιώθει τα μάτια του κα κλείνουν· θέλει να κοιμηθεί. Να κοιμηθεί και να ξυπνήσει την άλλη μέρη διαπιστώνοντας πως όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Χωρίς να το καταλάβει, βυθίζεται στο σκοτάδι.

Όταν ανοίγει τα μάτια του είναι μέρα. Νιώθει περίεργα και συγκεχυμένα. Που βρισκόταν αλήθεια. Τι είναι αυτό το παράθυρο απέναντι του απ’ όπου μπαίνει το φως; Είναι τόσο δυνατό. Πεταρίζει τα βλέφαρα του προσπαθώντας να εστιάσει κάπου και πάει να σηκώσει το χέρι του για να προστατεύσει τα μάτια του από το φως. Τον σταματάει μια έντονη σουβλιά στο μπράτσο· τόσο έντονη που τον αναγκάζει να βογκήξει δυνατά από πόνο.
Ξαφνικά του έρχονται όλα στο μυαλό. Σαν ταινία θυμάται τα γεγονότα τον τελευταίων ημερών. Θυμάται την Σχολή, τα παιδιά, εκείνον (!), τον εαυτό του να τρέχει. Να φτάνει κάπου· δεν θυμάται πού. Και μετά;

Ακούει βήματα. Ενστικτωδώς, στρέφει το κεφάλι προς την κατεύθυνση απ’ όπου ακούγονται, περιμένοντας το χειρότερο. Αμέσως διαπιστώνει πως βρίσκεται σε ένα δωμάτιο· δωμάτιο σπιτιού μάλλον, και πως στην πόρτα που ήταν ανοιχτή, τον κοιτάζει με συμπάθεια μια σχετικά μεγάλη σε ηλικία κυρία ντυμένη στα μαύρα.

«Μη φοβάσαι», του λέει με ήρεμη φωνή, «είσαι σε καλά χέρια. Σε ακούσαμε προχθές το βράδυ που χτυπούσες. Σου άνοιξε ο άνδρας μου και σ’ έβαλε μέσα. Ήσουν λιπόθυμος. Σου περιποιηθήκαμε το τραύμα και σε φέραμε εδώ να ξεκουραστείς. Μέχρι τώρα δε σε γύρεψε κανείς· μάλλον την έχεις γλιτώσει προς το παρόν».

Ο Κωσταντής προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί μα αμέσως ένοιωσε πόνο σε όλο του το κορμί και αφέθηκε να πέσει πάλι πίσω. Η γυναίκα με γρήγορα βήματα τον πλησίασε και τον ακούμπησε στο στήθος, πιέζοντας τον ελαφρά να μείνει ξαπλωμένος.
«Μην κουράζεις τον εαυτό σου. Είσαι αδύναμος. Έχεις μώλωπες σχεδόν σ’ όλο σου το σώμα –πρέπει να σε χτυπήσανε πολύ άσχημα– κι έχασες πολύ αίμα μέχρι να σου βγάλω την σφαίρα από το μπράτσο. Είσαι τυχερός που δεν σου έκοψε την αρτηρία.» Για λίγο αφέθηκε στο απαλό χάδι της γυναίκας που τον κοίταζε με καλοσύνη. Τελικά, άνοιξε το στόμα του και ρωτείσαι που βρίσκεται, και τι συμβαίνει.

«Όπως σου είπα. Σε βρήκαμε στην πόρτα μας», του είπε η γυναίκα, «σε βάλαμε μέσα και σε περιποιηθήκαμε. Στον πόλεμο ήμουν νοσοκόμα και έτσι ξέρω από τραύματα και σφαίρες. Ο άνδρας μου δεν συμπαθεί την κυβέρνηση –έχει πολεμήσει στο βουνό παλιά. Καταλάβαμε αμέσως πως είσαι ένα από τα πολλά παλικάρια που ήσασταν στη Σχολή. Σε φέραμε εδώ πάνω και σ’ αφήσαμε να ξεκουραστείς και να αναρρώσεις. Μπορείς να ηρεμήσεις. Βρίσκεσαι σε ασφαλή χέρια.»

«Είπατε ότι έφτασα προχθές, τι εννοείτε μ’ αυτό; Πόσο καιρό είμαι εδώ πέρα;» ρώτησε με αγωνιά, σκεφτόμενος την τύχη του αγαπημένου του, μα και των υπολοίπων συναγωνιστών στο Πολυτεχνείο.

«Ήσουν κουρασμένος και εξαντλημένος. Σου έδωσα να πιείς βαλεριάνα για να κοιμηθείς όσο γίνεται περισσότερο και να αναρρώσεις καλύτερα –δεν έχω παράπονο, ξεκουράστηκες αρκετά καλά.»

Ο Κωσταντής ρώτησε κι άλλα και ενημερώθηκε για όλα. Για το πώς έλιξε η επιχείρηση στο πολυτεχνείο, αν πέτυχε η επανάσταση. Η γυναίκα, –κυρία Μαρία ήταν τ’ όνομα της– τον ενημέρωσε για όλα: για τις συλλήψεις, τους σκοτωμούς.

Τριάντα τέσσερις νεκροί και οχτακόσιες σαράντα συλλήψεις, ήταν η επίσημη ανακοίνωση της κυβέρνησης· αν και ο κόσμος μιλούσε για περισσότερους νεκρούς και συλληφθέντες, καθώς και για πολλούς τραυματίες. «Πράγμα σωστό, αν σκεφτούμε πως άτομα σαν κι εσένα δεν δηλώθηκαν σαν τραυματίες, και λογικά, δεν θα είσαι ο μόνος», συμπλήρωσε η κυρά Μαρία.

Ο Κωσταντής, αφού μίλησε αρκετή ώρα με την κυρά Μαρία, και γνώρισε και τον σύζυγο της· έναν άνδρα που παρά την ηλικία του εξέπεμπε εκείνη την παλιά παλικαριά των αγωνιστών του πολέμου, αφέθηκε στης περιποιήσεις και έμεινε μαζί τους για άλλες δυο μέρες. Όταν ένοιωσε αρκετά δυνατός, φόρεσε ένα καθαρό πουκάμισο του άνδρα της κυρά Μαρίας· το παλιό ήταν τρύπιο και λερωμένο με αίματα, και θα προκαλούσε υποψίες, και ξεκίνησε για το σπίτι του. Ευελπιστούσε να είναι η οικογένεια του καλά, και κυριότερο, να είναι ο αγαπημένος του καλά. Άραγε τα κατάφερε; Του ξέφυγε; Η πήδηξε κι αυτός τον τοίχο και βρέθηκε στα χέρια της αστυνομίας που με τόση λύσσα τον είχε χτυπήσει; Κι αν όχι, αν ήταν σε κάποιο κελί και τον βασάνιζαν; Η σκέψεις αυτές του φαρμάκωναν την ψυχή.

Μετά από ώρα έφτασε στο σπίτι και με φόβο ανέβηκε τα σκαλιά μέχρι τον όροφο που έμενε η οικογένεια του. Έβαλε τα κλειδιά στην πόρτα, σκεφτόμενος πως τελευταία φορά που είχε περάσει αυτήν την πόρτα ήταν πριν από έξι μέρες. Οι γονείς του θα έπρεπε να είχαν τρελαθεί από την αγωνία. Δεν πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί και του άνοιξε με φόρα η μητέρα του, που μόλις τον είδε τον άρπαξε στην αγκαλιά της κλαίγοντας.

Δεν είχαν χρόνο ούτε ανάσα να πάρει. Τον είχαν δει, των είχαν προδώσει· τρεις φορές είχε περάσει η αστυνομία γυρεύοντας τον. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο πριν τον πάρουν μάτι. Ο πατέρας του έλειπε στην Δημαρχεία και είχε ήδη προβλήματα στην δουλειά του εξαιτίας του γιου του. Θα έκανε καιρό να τον ξαναδεί.
Η μητέρα του, του έβαζε σε μια πάνινη τσάντα μερικά ρούχα κι εσώρουχα. Την γέμισε όσο μπόρεσε και με φαγητά· του έδωσε και όσα χρήματα είχε επάνω της. Τον φίλησε και τον αγκάλιασε μη μπορώντας να σταματήσει να κλαίει. Τον ρωτούσε γιατί, πως έμπλεξε έτσι. Υπό άλλες συνθήκες, θα τον μάλωνε, θα έστηνε κανονικό καυγά· γνώριζε όμως πως αν ήθελε το καλό του παιδιού της, θα έπρεπε να φύγει –και γρήγορα μάλιστα.

«Θα σου γράψω... αν όλα πάνε καλά... Σ’ αγαπώ, πες και στο μπαμπά πως τον αγαπώ πολύ.» της είπε, και διστακτικά πέρασε το κατώφλι της πόρτας. Στάθηκε ακίνητος για ένα λεπτό κοιτάζοντας την μητέρα του στα μάτια. Μετά, θυμήθηκε τον αγαπημένο του. Έπρεπε να πάει να τον βρει, να δει αν ήταν καλά· να φύγουν μαζί αν γίνεται, να γλιτώσουν. Αυτή η σκέψη του έβαλε φτερά στα πόδια. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, κοντοστάθηκε στην πόρτα να δει αν υπήρχε κάποια ύποπτη κίνηση στον δρόμο· όλα έδειχναν ήρεμα και ξεχύθηκε έξω.

Μάταια πέρασε από την γειτονιά όπου έμενε ο αγαπημένος του. Κάνα δυο που ρώτησε είπαν πως δεν ξέρουν και πως είχε μέρες να φανεί. Ο νους του Κωσταντή πήγαινε στο χειρότερο. Γρήγορα κατάλαβε όμως πως κινδύνευε πραγματικά, και πως έπρεπε να φύγει.

Δυο μήνες αργότερα η μητέρα του έλαβε γράμμα από την Γαλλία, ήταν από τον γιο της που με χίλια δυο βάσανα κατάφερε και βρήκε άσυλο εκεί, μαζί με άλλους έλληνες.

Μετά την οριστική πτώση της δικτατορίας, στις είκοσι τέσσερις Ιουλίου του χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ, ο Κωσταντής κατάφερε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ήταν περίεργα χρόνια, μα αυτός είχε αλλάξει για πάντα. Έμαθε εντωμεταξύ πως ο αγαπημένος του σύρθηκε αιμόφυρτος στα κρατητήρια, όπου λίγες μέρες αργότερα «αυτοκτόνησε»· όπως δηλώθηκε.

Περάσανε τα χρόνια και ο Κωσταντής μεγάλωσε, κι εξελίχθηκε μαζί με την Ελλάδα, για να φτάσει στο σήμερα.
Σε κάθε επέτειο του πολυτεχνείου, πάει και καταθέτει ένα κόκκινο λουλούδι, για όλους τους νέους που πάλεψαν κι αντιστάθηκαν, διακινδυνεύοντας την ζωή τους. Συνάμα, αφήνει κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, μια πιο προσωπική κατάθεση, για ένα παλικάρι, γιο παπουτσή, που δεν πρόλαβε να γευθεί την ελεύθερη Ελλάδα.

Και γεμίζει με θλίψη, κι οργή, όταν βλέπει μερικούς, να καπηλεύονται την επέτειο. Να χρησιμοποιούν τα γεγονότα αυτά, για να δικαιολογήσουν φασιστικές αντιλήψεις, περί πατρίδος, και πατριωτισμού, και καλών Ελλήνων χριστιανών.

Μα το κυριότερο, φοβάται. Φοβάται πως σιγά-σιγά ο κόσμος ξεχνάει, και πως μια καινούργια δικτατορία καραδοκεί, και πάντα περιμένει τις κατάλληλες συνθήκες για να ξαναεμφανιστεί.

Γι’ αυτό φωνάζει συνεχώς: αγρυπνείτε!


Αφιερωμένο σε όσους πάλεψαν κι έχυσαν το αίμα τους πιστεύοντας σε ένα καλύτερο κόσμο.