Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

2. Ο Παύλος Και Η Ελληνική Γκέι Σκηνή




Γράφτηκαν & Ειπώθηκαν...


Ένα καυτό, γκέι διήγημα με τραγικές φιγούρες και συμπτώσεις που θα σας κόψουν την ανάσα και θα σας καθηλώσουν· από τον μετρ του είδους, τον Ναυτίλο-του-Διαδικτύου, που ποτέ δεν μας απογοήτευσε.


- The Gayville Times Gazette




Ο Παύλος Και Η Ελληνική Γκέι Σκηνή




Ο Παυλάκης ήταν ένα καλό και γλυκό αγόρι –όπως όλα τα μικρά αγόρια– αλλά μεγαλώνοντας χάλασε· έγινε ένας από αυτούς τους... κουνιστούς, τους τοιούτους, (τους πούστηδες ντε!) και πολύ στεναχωρήθηκαν οι γονείς του όταν το ’μαθαν, αλλά συν το χρόνο το δέχτηκαν. Κάπου στο μεταίχμιο εφηβείας και αντροσύνης, ο Παύλος έψαχνε όπως όλοι οι ρομαντικοί και ονειροπόλοι νέοι τον έρωτα —γρήγορα όμως έμαθε το σκληρό πρόσωπο της Ελληνικής Γκέι σκηνής. Ο καημένος ο Παύλος είχε κάποια κιλάκια παραπάνω.

Περάσανε λίγα χρόνια και κάποια στιγμή ο Παύλος βαρέθηκε να παρακαλάει για λίγο φτηνό σεξ στα αυτοκίνητα, προσφέροντας το στόμα του σε διάφορους (κατ’ ευφημισμόν) βαρβάτους, κομπλεξικούς, παντρεμένους κυρίους –που από φόβο παντρευτήκανε, μη τυχόν και τους πούνε πούστηδες–, και αποφάσισε να κάνει μια σκληρή προσπάθεια να χάσει κιλά, να γίνει ένας Άδωνις, όπως επιτάσσουν οι σκληροί νόμοι της Γκέι Σκηνής.

Μετά από ’κάνα χρόνο, με σκληρή προσπάθεια, ο Παύλος περιχαρής για το αποτέλεσμα του αγώνα του, βγαίνει από την ντουλάπα όπου κρυβότανε τόσα χρόνια και βροντοφωνάζει στην Ντόπια Γκέι Σκηνή ότι είναι διαθέσιμος προς πάσαν χρήση. Πράγματι, αυξήθηκε κάπως αισθητά ο αριθμός των παντρεμένων κυρίων που ’θελαν τώρα να τον πηδήξουν στο αμάξι, και μάλιστα, να τον ντύνουν κοπέλα φορώντας του ροζ κιλοτάκια και αποκαλώντας τον «πουτανίτσα μου», και άλλα υποκοριστικά. Ο Παύλος όμως δεν έβρισκε αυτό που ήθελε· τον έρωτα —και όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα τον απέρριπταν για άλλο λόγο: «Μα καλά! Ένα κι εξήντα πέντε, και θες να γαμηθείς;» του λέγανε τώρα πολύ συχνά στα chat-rooms του διαδικτυού.

Μια, δυο, τρεις, ο Παύλος τα πήρε στο κρανίο, κι αφού μάζεψε μπόλικα λεφτά, ταξίδεψε ως την Μαλαισία, όπου η επιστήμη υπόσχονταν θαύματα στους κοντούς Ασιάτες, που νιώθανε μειονεκτικά απέναντι στην Λευκή Φυλή —μαζί τους κι ο Παύλος.

Όταν επέστρεφε από την χώρα του σύγχρονου Προκρούστη, ο Παύλος ήταν ένας περήφανος και πανύψηλος νέος με ύψος κάτι λιγότερο από δυο μέτρα, με μόνιμο πρόβλημα στην σπονδυλική στήλη και στα οστά των ποδιών του· προβλήματα που επιλύονταν με την ισόβια λήψη παυσίπονων, με παρενέργειες την συχνοουρία, το έντονο ροχαλητό τα βράδια και μια μόνιμη φαγούρα στ’ αρχίδια. Μα τον Παύλο δεν τον πείραζε καθόλου —φτάνει να έβρισκε τον έρωτα της ζωής του: αυτόν που θα τον έβλεπε και θα πάθαινε κολούμπρα και δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τον πανύψηλο, λεπτό άνδρα που κατέπληττε με την υπέρλαμπρη εμφάνιση του.

Όταν γύρισε στα πάτρια εδάφη, έκανε για άλλη μια φορά πανηγυρική είσοδο στην Ελληνική Γκέι σκηνή, ευελπιστώντας για το καλύτερο. «Πω-πω ύψος», «Τεράστιος», «Ρε ’σεις, αυτός είναι κολόνα της ΔΕΗ!», «Α-πα-πα, εγώ δεν πάω με γίγαντες», «Άραγε να έχει και μεγάλο πούτσο;», τέτοια και άλλα πολλά σχόλια συνόδευαν τις εξόδους του Παύλου στα γκέι μαγαζιά. Μα δυστυχώς, προς μεγάλη του έκπληξη και απογοήτευση, ο κόσμος τώρα τον απέφευγε· για ένα διάστημα, αναρωτήθηκε αν έφταιγε το γεγονός ότι κούτσαινε λιγάκι.

Κάποιος κάποτε, του είπε πως έχει χάλια μαλλιά, και βάλθηκε να δοκιμάζει το ένα χρώμα μετά το άλλο, ώσπου μια μέρα, η Νίτσα, η κόρη της γειτόνισσας που εκτελούσε χρέη κομμώτριας-της-γειτονίας, ξεχάστηκε μιλώντας με τον Νόντα –το αγόρι της, που φυλούσε σκοπιά στα στον Έβρο, και τον έμαθε όλη η Ελλάδα το ίδιο βράδυ, επειδή άφησε ’κείνη τη μέρα, μια ολόκληρη οικογένεια Αφγανών μεταναστών να παγιδευτεί στο ναρκοπέδιο και να σκοτωθούν και τα οκτώ της μέλη– και άφησε την ντεκαπάζ για τέσσερις ολόκληρες ώρες στο κεφάλι του. Έκτοτε, ο Παύλος κυκλοφορεί με ένα Τζόκεϊ καπέλο για να κρύβει την απαστράπτουσα καράφλα του.

Δοκίμασε και φακούς επαφής με διάφορα χρώματα –ώστε να ικανοποιεί τα γούστα του εκάστοτε τυχαίου, εφήμερου γαμιά– ώσπου μια μέρα, χωρίς να το καταλάβει, φόρεσε ταυτόχρονα τρεις διαφορετικούς χρωματισμούς στο κάθε μάτι· αποτέλεσμα: να περάσει με κόκκινο, που το είδε σαν πράσινο-μπλε, και να χτυπήσει θανάσιμα ένα τρίχρονο κοριτσάκι. Ισόβια στέρηση διπλώματος και δεκαετή κάθειρξη με αναστολή, αποφάσισε το δικαστήριο· και δώρο, μόνιμη βλάβη στα μάτια που τον ανάγκασε να φορέσει ειδικά γυαλιά —γνωστά ως πατομπούκαλα!

«Καλέ, τι κολόνα φωτισμού είναι αυτή;», «Καλέ, κοίτα καράφλα! Ο φάρος της Αλεξάνδρειας portable, Θεέ μου!», «Μα δεν είναι κακάσχημος; Τι δουλειά έχει ’δω πέρα και μας χαλάει το view το τέρας;», και άλλα τέτοια ωραία, λέγανε τα τεκνά στα κωλόμπαρα —που τα λέγε Γκέι μαγαζιά.

Ο Παύλος σκεφτικέ πως υπήρχε μόνο μια λύση, να επιστρέψει, όσο γίνετε, πίσω σ’ αυτό που κάποτε ήτανε. Έβγαλε πάλι εισιτήρια για την Μαλαισία και ξάπλωσε για άλλη μια φορά στο κρεβάτι του Ασιάτη Προκρούστη που υπόσχονταν θαύματα. Όταν ξύπνησε, του ανακοίνωσαν πως κατά την διάρκεια της επέμβασης, διαπιστώθηκε ότι είχε λήξη η ασφάλεια του και ο χειρούργος δεν άντεξε την προσβολή: «Γαμώ τους λευκούς σας γαμώ! Πέντε αιώνες μας γαμάτε την Ασία, και τώρα αυτό;! Θα σου δείξω ρε παλιοπούστη!», και δήθεν του γλίστρησε το πριόνι και έκοψε καμία εικοσαριά πόντους παραπάνω. Ο Παύλος πανικόβλητος σήκωσε το σεντόνι, για να διαπιστώσει με φρίκη, ότι τα μισά του πόδια λίπανε. Ευτυχώς, η νοσοκόμα του ανακοίνωσε ότι τα χρήματα που είχε ’πάνω του, φτάνανε για την αγορά ενός αναπηρικού αμαξιδίου, κι έτσι δε θα χρειαζότανε να πάει σερνάμενος ως το αεροδρόμιο. Στο ταξίδι του γυρισμού, ο Παύλος χρονομετρούσε την διαδρομή, και κάθε εξήντα δευτερόλεπτα, καταριότανε κι έναν Ασιάτη: Να του πέσει το τσουτσούνι, αφού πρώτα τον πηδήξει Ινδικός ελέφαντας που είχε καταναλώσει πέντε κουβάδες Βιάγκρα.

Πίσω στα πάτρια εδάφη ο Παύλος κλείστηκε στο σπίτι του και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με την αναπηρική σύνταξη των διακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εξήντα δύο λεπτών, και έπνιγε τον πόνο του εκδικούμενος τους υπόλοιπους γκέι στα Ελληνικά γκέι chat-rooms. Τους παρουσιαζότανε όπως ακριβός τον ήθελε ο καθένας· τους έστηνε τρελά ραντεβού στα πιο τρελά μέρη, όπου πήγαινε με το –ειδικά διαμορφωμένο– αυτοκίνητο του· τραβούσε φωτογραφίες με την ψηφιακή με τον υπέρ-τηλεφακό και δημοσίευε τις φωτογραφίες στο διαδίκτυο με σχόλια του στυλ: «Είμαι μια παλιοπουστάρα και γαμιέμαι μόνο με νταλικέρηδες», ή «Αν με δείτε στο δρόμο, μ’ αρέσει να με βάζουν κάτω και να με κατουράνε άντρακλες που φοράνε άρβυλα!», ή όταν ήξερε τον αριθμό τηλεφώνου, τον έβαζε στην φωτογραφία και έγραφε: «Πάρε με τηλέφωνο για να με γαμήσεις!», ή «Είμαι η πουστάρα της φωτογραφίας και θέλω τον πούτσο σου τώρα!».

Έτσι περνούσε τον καιρό του ο καημένος ο Παύλος που τώρα πίστευε στην μετενσάρκωση, και ευχόταν στην επόμενη ζωή του, να γεννηθεί στρεϊτάς· να του αρέσει το ποδόσφαιρο, να δέρνει την γυναίκα του, να βιάζει τον γιο του για να βεβαιωθεί πως δεν θα του βγει πουστάρα και φυσικά να πηγαίνει καθημερινά στην εκκλησία και να λέει το «πάτερ ημών» μαζί με τους υπόλοιπους θεοσεβούμενους οικογενειάρχες, —ένας καθώς πρέπει, γνήσιος Έλληναράς οικογενειάρχης δηλαδή.

Σύντομα, μερικά από τα θύματα του που είχαν καταφύγει στην δικαιοσύνη, βοήθησαν την αστυνομία να βρει τα ίχνη του και να τον συλλάβουν. Στο δικαστήριο ο δικηγόρος του επικαλέσθηκε φρενοβλάβεια και πέτυχε τον εγκλεισμό του Παύλου σε ψυχιατρικό ίδρυμα· έκτοτε, περνάει τον καιρό του κάνοντας σοβαρές συζητήσεις με τους συγκρατούμενους του, για το εάν το φεγγάρι ή το παναθηναϊκό στάδιο είναι πιο κοντά στους Αμπελόκηπους, καθώς και το τι θα γίνει αν ένας ψύλλος κολλήσει σκύλο· παίρνει αδιαλείπτως τα χάπια του –που τον έκαναν αληθινό τρελό–, και κοιμάται πάντα στις εννιά το βράδυ.

Έζησε το υπόλοιπο της ζωής αγνοώντας λέξεις και έννοιες όπως: Γκέι, πούστης, σεξ, έρωτας, σχέσεις, παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και άλλα ασήμαντα πράγματα —και χωρίς να το γνωρίζει, έζησε ευτυχισμένα, ως τα εξήντα-δύο του χρόνια, όπου Θεός αποφάσισε να τον πάρει πάλι κοντά του, κι ο Παύλος χάρηκε πολύ, που κάποιος, επιτέλους, τον δέχτηκε κοντά του —όπως ήταν.